σταχτόχηνα |
Του
Γρηγόρη Τσούνη.
Μια
φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια λίμνη νησιόχτιστη που έμοιαζε σαν ζωγραφισμένη.
Τη λίμνη αυτή την έλεγαν Πρέσπα. Εδώ ήταν ένας επίγειος παράδεισος για τα
λουλούδια, τα πουλιά και τ' άλλα ζώα.
Όταν
έφθανε η Άνοιξη κι άρχιζαν να φυτρώνουν τα λουλούδια, ο τόπος πλημμύριζε από
τις ευωδιές, κι από το πέταγμα των εντόμων.
Πολλά
πουλιά έβρισκαν καταφύγιο και έφτιαχναν τις φωλιές τους. ανάμεσα στην πλούσια
παραλίμνια βλάστηση. Σε μικρές ομάδες μαζεύονταν εδώ και οι Αγριόχηνες κάθε
χρόνο για να γεννήσουν τ' αυγά τους και να μεγαλώσουν τα χηνόπουλα τους.
Η
μαμά-Χήνα ζέσταινε τα αυγά, κι ήταν καλά κρυμμένη, είχε γίνει ένα με το
περιβάλλον που την περιτριγύριζε.
Κάθε
λίγο με τον παραμικρό θόρυβο ή με το πέταγμα κοίταζε ανήσυχη τριγύρω της. Είχε
πολλές μέρες που κλωσούσε τ' αυγά της και περίμενε με ανυπομονησία από ώρα σε
ώρα το ευχάριστο γεγονός.
Οι
ώρες ήταν πολλές όμως και είχε
κουραστεί. Έτσι αποφάσισε να ψάξει για λίγη τροφή, για να ξεμουδιάσει. Την ώρα όμως
που η Κυρα-Χήνα έψαχνε να βάλει κάτι στο στόμα της, μέσα από ένα αυγό άρχισαν
να ακούγονται φωνούλες και χτυπήματα. Το τσόφλι του αυγού ράγισε και ύστερα
από μερικές προσπάθειες, ένα μκρό βρεγμένο χηνόπουλο. παραπατώντας έκανε τα
πρώτα του βήματα. Στάθηκε για λίγο, και κοίταζε περίεργο τη λίμνη που το
περιτριγύριζε. Δεν ήξερε πιο δρόμο να ακολουθήσει. Είδε ερωδιούς και που
πέταγαν και έσχιζαν το γαλάζιο ουρανό, και αμέσως σκέφτηκε:
κίτρινη ίριδα |
-
Τι να είναι άραγε αυτά το πράματα, που ανεμίζουν έτσι στον αέρα πώς να τα λένε;
Προχώρησε
προς τη λίμνη και είδε μπροστά του να στέκεται περήφανη μια ίριδα των Βάλτων,
που καθρεφτίζονταν με κρυφό καμάρι μέσα στα ήσυχα νερά.
-
Μήπως μπορείτε να μου πείτε, πώς σας λένε και τι είναι αυτά που πετούν τριγύρω
σας:
-
Είμαι η Κίτρινη Ίριδα, που ζω κοντά στο νερό, και ένα πλήθος από έντομα με επισκέπτονται για να γευτούν, τους
χυμούς μου, που είναι σαν το νέκταρ, του απάντησε κουνώντας με χάρη το κεφαλάκι
της.
Το
βρεγμένο χηνόπουλο συνέχισε το δρόμο του. κοντά στις καλαμιές, όταν απότομα
άκουσε μια μελωδική συμφωνία να έρχεται από κει.
αηδόνι |
Ένα
μικρό σκούρο πουλάκι, χωρίς ιδιαίτερη ομορφιά στο φτέρωμά του έβγαζε αυτές τις
νότες.
- Ποιος είσαι εσύ του λόγου σου, δε σε γνωρίζω.
-
Δε με γνωρίζει ασχημόχηνο, είμαι το αηδόνι, ο βασιλιάς της μελωδίας.
- Αν
εσύ είσαι ο βασιλιάς της μελωδίας, τότε εγώ θα είμαι ο βασιλιάς της
λίμνης.!
-Ασχημόχηνο,
δε σου είπε η μάνα σου, ότι σε τούτη εδώ τη λίμνη βασιλιάς μας είναι ο
Πελεκάνος!
-
Τι είναι ο Πελεκάνος:
-
Πουλί είμαι και εγώ, άρα θα κελαηδάω όμορφα σαν εσένα!
-
Σιγά, άλλα τα ματιά του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας, του απάντησε το αηδόνι
και χάθηκε μέσα στα πυκνά παραλίμνια φυλλώματα. Το μικρό χηνόπουλο, άρχισε, να
κάνει προσπάθειες τραγουδιού. Από το στόμα του όμως δεν έβγαιναν νότες αλλά
κάτι περίεργοι ήχοι και κραυγές.
Στο
ξέφωτο έκλωθαν γύρες τ' αρπακτικά πουλιά.
Μ'
αυτή τη φασαρία που έκανε το χηνάκι, άρχισαν να κατεβαίνουν επικίνδυνα προς το μέρος του. Αμέσως άμα κατάλαβε
ότι βρίσκεται σε κίνδυνο έτρεξε να κρυφτεί μέσα στις καλαμιές
της λίμνης.
Αυτό
όμως δεν αποθάρρυνε το μικρό Χηνόπουλο και συνέχισε το ταξίδι του στις όχθες της λίμνης. Κάτω από
ένα δέντρο μια βίδρα, έπαιζε με τα μικρά της. Τα βιδρόπουλα κάθε λίγο και λιγάκι, έσκυβαν και
έπιναν γαλατάκι απ' τη μανούλα τους.
Το
χηνόπουλο για πολλή ώρα παρατηρούσε τα παιχνιδίσματα που έκανα οι βίδρες κι απότομα εμφανίστηκε
μπροστά τους.
βίδρα |
-
Καλημέρα σας, είμαι ένα άσχημο Χηνόπουλο, που έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω, εσείς ποιοι είστε και τι
κάνετε εδώ;
-
Είμαι μια μάνα βίδρα, που ταΐζω και παίζω με τα βιδρόπουλα μου. Ενώ τα μαθαίνω τα τερτίπια της ζωής.
Εσύ πού περιπλανιέσαι το ξέρει η μάνα σου;
-
Εγώ τη μάνα μου κυρά-βίδρα, δε τη γνώρισα, όταν βγήκα από τ' αυγό μου δεν ήταν
στη φωλιά και δε τη γνώρισα.
-
Αχ! καημένο χηνόπουλο, δε ξέρεις λοιπόν τι θα πει μητρική ζεστασιά;
Σ’ εύχομαι γρήγορα να τη
βρεις. Θα σου δώσω όμως και μια μητρική
συμβουλή: Να μην εμπιστεύεσαι τους πάντες και τα πάντα, γιατί η ζωή σου θα είναι γεμάτη
εκπλήξεις!
αλεπού |
Το
ασχημόχηνο αφού ευχαρίστησε την κυρά-βίδρα για τα καλά της λόγια συνέχισε πάλι το σεργιάνι του.
Μέσα
από τα πυκνά φυλλώματα, εδώ και ώρα παρακολουθούσε το χηνάκι, η κυρά-Αλεπού.
Στο
μυαλό της, προσπαθούσε να βρει τρόπους για να βάλει το Χηνόπουλο κοντά στα
κοφτερά δόντια της.
Εκείνη
την ώρα στον ουρανό σηκώθηκαν όλα τα πουλιά της λίμνης, οι πελεκάνοι, οι Ερωδιοί, οι Αγριόχηνες λες και είχε σημάνει
συναγερμός.
ερωδιός |
Η
κυρά-Χήνα τους ενημέρωσε για το κακό που τη βρήκε, κι έχασε το Χηνόπουλό της.
Όλα
τα ζώα, τα πουλιά και τα λουλούδια, άρχισαν να αναρωτιούνται τι έγινε και αναστατώθηκε ο κόσμος της λίμνης.
- Η κυρά-Χήνα,
έχασε το Χηνάκι της, το πρωτότοκο της!
Η
Ίριδα των Βάλτων, άφησε το καθρέφτισμά της στη λίμνη κι άρχισε να φωνάζει:
- Το άμυαλο Χηνόπουλο είναι εδώ τριγύρω, μην
ανησυχείτε οπού να είναι θα εμφανιστεί. Πράγματι το Χηνόπουλο έτρεχε
μέσα στο λιβάδι για να σωθεί από την
αλεπού που το είχε πάρει στο κατόπι.
Μέσα
στο λιβάδι τον περίμεναν όλα τα ζώα της λίμνης για να το υποδεχτούν. Μόλις το
αντίκρισε η μανούλα της, η κυρά-Χήνα- το αγκάλιασε και το έπνιξε στα φιλιά της.
Του
είπε όμως, με αυστηρή φωνή που δε
σήκωνε συζητήσεις:
-
Από δω και πέρα θ' ακούς τη μανούλα σου και τον αρχηγό του κοπαδιού, και δε θα απομακρύνεσαι χωρίς
λόγο από κοντά μας.
Το
ασχημόχηνο έδωσε το λόγου του κι αφού ευχαρίστησε και τ' άλλα ζώα της λίμνης για το ενδιαφέρον
τους, πήρε το δόμο για τη φωλιά του, για να γνωρίσει και τ' άλλα τ’ αδέρφια
του, που είχαν βγει εν τω μεταξύ απ' το
αυγό τους.
Από την άλλη μέρα, η κυρά Χήνα με τα χηνάκια
της, κολυμπούσαν στα ήσυχα νερά των Πρεσπών και τα μάθαινε τα τερτίπια της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου