Φίλοι και φίλες το κείμενο που ακολουθεί είναι άκρως εμπιστευτικό. Θα
έχετε ήδη αντιληφθεί το πάθος μου για τα μυστήρια. Την προηγούμενη εβδομάδα
έλαβα ένα τηλεγράφημα με λακωνικό μήνυμα και περίεργη υπογραφή: «Έλα στη
Νάουσα. ΣΤΟΠ. Ψάξε τον τσάρο και το Γιάννη. ΣΤΟΠ. Ο Πρόσωπος». Ποιος είναι πάλι
αυτός ο «Πρόσωπος» και τι σχέση έχει με ο Γιάννης με τον τσάρο; και καλά σε ολόκληρη Νάουσα ένα
Γιάννη θα τον βρω. Τσάρο, όμως, πού να βρεις σήμερα; Ακόμη και στην πατρίδα του
τη Ρωσία, αποτελούν πλέον ιστορία. Όμως, αν για κάτι έγινα διάσημη ( που λέει ο
λόγος), αυτό είναι το πείσμα μου. «Να μη με λένε Βαγγελίτσα, και μάλιστα
Ανησυχίδιυ, αν δεν έρθω φάτσα με φάτσα μ’ αυτό το μυστηριώδη «πρόσωπο¨, τον
Γιάννη ή τον τσάρο, ή όπως τέλος πάντων, τον λένε» υποσχέθηκα στον εαυτό μου.
Ετοιμάστηκα, λοιπόν, και βουρ για τη Νάουσα.
Μια
αποκριάτικη εξόρμηση
Μη νομίσετε ότι εμφανίστηκα στη Νάουσα με τη συνηθισμένη μου
αμφίεση (φόρμα, μποτάκια, σακίδιο με τα απαραίτητα, κασετοφωνάκι, ένα χοντρό
μπλοκ και τρία στιλό για ρεζέρβα, στην περίπτωση που τελειώσει το αγαπημένο μου
μαύρο μαρκαδοράκι). Μια καλή ρεπόρτερ, όταν ερευνά ένα θέμα, πρέπει να λαμβάνει
πάντα υπόψη της τον τόπο, το χρόνο, τις ανάγκες των ανθρώπων και τις
γενικότερες συνθήκες. Πώς ήταν δυνατό να ξεχάσω ότι έχουμε Απόκριες; Μπήκα,
λοιπόν, σ' ένα κατάστημα και ζήτησα μια μάσκα που να καλύπτει όλο μου το
πρόσωπο. Ταξίδευα, βλέπετε, «ινκόγνιτο», δηλαδή μυστικά. «Ληστεία θα κάνετε;»
με ρώτησε «όλο χιούμορ» η πωλήτρια, Χαμογέλασα όσο πιο ευγενικά μπορούσα και
της απάντησα ότι ούτε κράνος της ζήτησα ούτε κάλτσα σαν αυτή που φοράνε οι
επαναστάτες Ινδιάνοι-Ζαπατίστας στο Μεξικό. Τέλος πάντων. με τα πολλά μου βρήκε
μια μάσκα με «ελαφρώς μικρότερη μύτη» από τη δίκη μου και με «μια ιδέα μεγαλύτερα αυτιά» από τ' αυτιά μου. Αν και μ' έπιανε φαγούρα
όταν τη φορούσα για πολλή ώρα, τη συνδύασα με μια περούκα σε στιλ Ταρζάν κι
ευχήθηκα να μη με περάσουν στο δρόμο για τον Λάκη Γαρυφαλλόπουλο και μου κόψουν
κανένα πρόστιμο! Τότε ήταν που συνάντησα.
Μια Μπούλα με τη ...βούλα!
Σεργιάνιζα αμέριμνη στους δρόμους της Νάουσας, όταν πάτησα
κατά λάθος μια αξιοπρεπέστατη κυρία, ντυμένη με μια πολύχρωμη φορεσιά και
στολισμένη με κοσμήματα και λουλούδια. «Χίλια συγνώμη, σεβαστή μου κυρία!» τα
μπάλωσα όπως όπως. «Μήπως κατά τύχη ξέρετε πού θα βρω κάποιο Γιάννη ή τσάρο
στην όμορφη πόλη σας;» «Δεσποινίς παρακαλώ! Δε βλέπεις πού πατάς, δε βλέπεις κι
ότι είμαι νύφη με τα όλα μου; Και για να 'χουμε καλό ρώτημα, τι τον θέλεις εσύ
το μέλλοντα σύζυγο μου; Μήπως σου χρωστάει τίποτα δανεικά, ακόμη δε στεφανωθήκαμε;»
«Μα τι λέτε, κυρ... δεσποινίς μου; Ποια είστε εσείς, ποιος είναι ο άντρας σας
και γιατί με κατσαδιάζετε χρονιάρα μέρα;» «Σ' το λέω και σ' το υπογράφω με τη
βούλα, νεαρέ μου, ότι εγώ είμαι η
Μπούλα, ότι ο άντρας μου θα γίνει ξακουστός Γιαννίτσαρος κι ότι του λόγου σου
είσαι ένας άσχετος, που δεν ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται!» με ξεφώνισε η
δεσποινίς. Έμεινα άφωνη. Το δημοσιογραφικό μου ένστικτο μου έλεγε ότι είχα
πετύχει διάνα! «Ω, πόσο υπερήφανη, εεε, υπερήφανος νιώθω που επιτέλους σας γνωρίζω!
Επιτρέψτε μου να συστηθώ: Βαγγέλης Ανησυχίδης (ας όψεται το
"ινκόγνιτο"), από την εφημερίδα Οι Ερευνητές πάνε παντού,
θέλετε να μου μιλήσετε λίγο για τον εαυτό σας;» ρώτησα μελιστάλαχτα και πήρα
θέση μάχης με το μπλοκ και το μαρκαδοράκι μου ανά χείρας. Η Μπούλα έδειξε
κολακευμένη. Έστρωσε τη φούστα της, έφτιαξε τα μαλλιά λες και θα την έπαιρνε η
κάμερα και άρχισε την ιστορία της.
Μακρινά εγγόνια του Διόνυσου
Αποκριά στη Νάουσα δε νοείται χωρίς τους Γιανιτσαρος
και τις Μπούλες. Έθιμο πανάρχαιο, αναφέρεται ιστορικά από το 1706 και
περνάει από γενιά σε γενιά, υμνώντας τις
χαρές της ζωής, το κρασί, τον έρωτα, την ελευθερία και τη συντροφικότητα.
Μπούλα σημαίνει νύφη, ενώ το όνομα Γιανίτσαρος προέρχεται από παραφθορά του
Διόνυσος (ξέρετε ασφαλώς τον τσαχπίνη θεό του αμπελιού και του γλεντιού). Από
«σαράντα κύματα» πέρασε το όνομα Διόνυσος -Διονής, Διγενής, Δίγιανος, Ιανός,
Γιάναρος- για να καταλήξει στο Γιανίτσαρος, το οποίο καμία σχέση δεν έχει με το
«Γενίτσαρος», που παραπέμπει στο λαομίσητο παιδομάζωμα της τουρκοκρατίας!
Ντυνόμαστε Γιανίτσαροι;
Ναι, αν είμαστε νεαροί άντρες και μάλιστα ανύπαντροι,
αφού το έθιμο εξακολουθεί να τηρεί την αρχαιοελληνική παράδοση, που ήθελε τις
γυναίκες να μη μεταμφιέζονται. Το ντύσιμο του Γιανίτσαρου είναι ολόκληρη ιεροτελεστία
και διαρκεί ώρες. Ξεκινά την παραμονή της Κυριακής της Αποκριάς, με πρωτοστάτες
τους παλιούς Γιανίτσαρους και τις οικογένειες των νέων. Εκεί να δείτε χαρές και
μεγαλεία! Η κοντή λευκή φουστανέλα, Τα κεντημένα πισλιά, τα σιλιάχια, τα
τσαρούχια κι από πάνω τα χρυσά φλουριά, τα γιορντάνια, τα χαϊμαλιά, οι σταυροί,
οι σπάθες και η καλογυαλισμένη πολεμική εξάρτυση κάνουν τους Γιανίτσαρους να
λαμποκοπούν απ' την κορφή ως τα νύχια, πανέτοιμοι για τη βόλτα και το χορό τους
στους δρόμους της Νάουσας.
Πρόσωπο με πρόσωπο με τον ... «Πρόσωπο»!
«Πρόσωπος» λέγεται η μάσκα του Γιανίτσαρου. Η κατασκευή, όπως
και η όψη και η χρήση της είναι μοναδικές. Είναι φτιαγμένη από χοντρό πανί και
γύψο και η εσωτερική της πλευρά, που ακουμπάει στο πρόσωπο, αλείφεται με κερί,
για να προστατεύει και να δροσίζει αυτόν που τη φοράει. Για μάτια και για στόμα
έχει μικρές τρύπες και το μουστάκι της είναι ένα ματσάκι αλογότριχες,
περασμένες με κατράμι. Τη βάφουν με φυσικό τρόπο, «μαγειρεύοντας» χρώματα με
βάση το αυγό, και τη στερεώνουν με τη βοήθεια ενός περίτεχνου κεφαλόδεσμου.
Λαογράφοι και ιστορικοί την παρομοιάζουν σε κείμενα τους με αρχέγονο νεκρικό
προσωπείο!
Χοροπηδώντας με
... νόημα
Χαρακτηριστική κίνηση των Γιανίτσαρων όταν περπατούν
και χορεύουν είναι το τίναγμα προς τα πίσω, που θυμίζει ζωηρά κατσικάκια ή
περήφανα πολεμικά άτια. Άλλο μυστήριο και τούτο, έχει, όμως, τις πιθανές
ερμηνείες του: Αίγες (=κατσίκες) ήταν το όνομα της αρχαίας πρωτεύουσας των
Μακεδόνων. Ο βασιλιάς της, εξάλλου. Μέγας Αλέξανδρος, κάλπαζε αγέρωχος στις
εκστρατείες του πάνω στο Βουκεφάλα, ένα άγριο άλογο που μόνο εκείνος κατάφερε
να δαμάσει. Τέλος, στην εποχή της τουρκοκρατίας, οι χριστιανοί Γιανίτσαροι ποτέ
δεν έσκυβαν το κεφάλι στον κατακτητή. Αυτό το έκαναν σκόπιμα οι συντρόφισσες
τους, οι Μπούλες, για να μαζεύουν μπαξίσια (φιλοδωρήματα). Οι «καημένοι» οι
πασάδες με τίποτα δε φαντάζονταν ότι στην πραγματικότητα δεν ενίσχυαν τους
αθώους χορευτές της Αποκριάς, αλλά.... τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων
Στα μπουλούκια
Δέκα με δώδεκα Γιανίτσαροι και μια με δύο Μπούλες μας
κάνουν... ένα κεφάτο αποκριάτικο μπουλούκι! Ο ζουρνάς και το νταούλι ηχούν ασταμάτητα την Κυριακή της Αποκριάς και τους
καλούν να βγουν από τα σπίτια τους. Κάθε Γιανίτσαρος προβάλλει στο παράθυρο του
σπιτιού του, τινάζεται πίσω τρεις φορές και μετά αποχαιρετά τους δικούς του με
τρία πηδήματα, κάνει το σταυρό του τρεις φορές και ενώνεται με τους συντρόφους
του. Τι κρύβεται πίσω απ' αυτές τις
συμβολικές κινήσεις; Η εξήγηση εξαρτάται από την εποχή κατά την οποία τελούνταν
το έθιμο. Στην τουρκοκρατία συμβόλιζαν τη λαχτάρα του νέου άντρα να φύγει στο
βουνό με τους αρματολούς. Στα χρόνια της
ακμής του μακεδόνικου κράτους τον πόθο του να κατακτήσει τον κόσμο...
Όλα τα μπουλούκια συναντιούνται στην πλατεία του
Δημαρχείου, όπου είναι συγκεντρωμένοι οι κάτοικοι και οι επισκέπτες. Εκεί ο
«αρχηγός» των Γιανίτσαρων ζητά από το δήμαρχο την «άδεια να παρελάσουν τα
μπουλούκια στην πόλη». Αφού την πάρει, βγαίνει στο παράθυρο και δίνει το
σύνθημα. Ένα γλέντι τρικούβερτο, με ασταμάτητο χορό και πλούσιο φαγοπότι ξεκινά
και τα κεράσματα δίνουν και παίρνουν στα στενά και στους δρόμους της Νάουσας!
Και μη νομίζετε ότι συμμετέχουν μόνο οι μεγάλοι. Τα παιδιά, οι μελλοντικοί
Γιανίτσαροι και Μπουλες, ξεφαντώνουν με την καρδιά τους. Ορίστε και η
φωτογραφία, για του λόγου το αληθές.
Φίλες και φίλοι Ερευνητές, εδώ που φτάσαμε δε μένει
παρά να ευχαριστήσω την Μπούλα για το αποκλειστικό ρεπορτάζ και να σας προτείνω
να βρεθούμε φέτος τις Απόκριες στη Νάουσα. Τι λέτε, δεν αξίζει τον κόπο;
Βαγγελίτσα Ανησυχίδου και για την αντιγραφή Εύη Τσιτιρίδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου