Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Ο γέρος ξυλοκόπος και το λιοντάρι


Μια φορά ήταν ένας γέρος πολύ φτωχός κι είχε κάμποσα παιδιά. Κάθε μέρα έπαιρνε το γαϊδούρι του κι επήγαινε στο δάσος κι έκοβε με το πελέκι του ξύλα. χτυπούσε αποδώ, χτυπούσε αποκεί, όσο μπορούσε.
Μια μέρα έρχεται μπροστά του ένα λιοντάρι και του λέει:

― Κάτσε, γέρο, να ξεκουραστείς κι εγώ να σου κόψω τα ξύλα, να φορτώσεις το ζώο σου και να πας να τα πουλήσεις και να πάρεις τίποτε των παιδιών σου για να φάνε.
Έτσι και έγινε. Έκατσεν ο γέρος να ξεκουραστεί, του έκοψε το λιοντάρι τα ξύλα, εφόρτωσε το γαϊδούρι του κι έφυγεν ο γέρος…
Ύστερα από μερικές μέρες ξαναπήγεν ο γέρος στο δάσος και το λιοντάρι του είπε:
Φέρνε, γέρο, το ζώο σου κάθε μέρα, να σου το φορτώνω ξύλα.
Από τις πολλές φορές μια μέρα έκαμνε ζέστη φοβερή. Κουράστηκε το λιοντάρι κόβοντας τα ξύλα κι είπε:
Κάτσε, γέρο, αποκάτω απ’ την ελιά που έχει δροσιά, να ’ρθω κι εγώ να βάλω το κεφάλι μου πάνω στα γόνατά σου, να ξεκουραστώ.
Ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατα του γέρου και τον ερώτησε:
Είμαι όμορφος, μπάρμπα;
Είσαι όμορφος, γιε μου.
Είμαι αντρειωμένος;
Είσαι, λιοντάρι μου, είσαι!
Είμαι και νιούτσικος;
Είσαι.
Είδες τι παλικάρι είμαι εγώ; Έχω όλα τα χαρίσματα!
Τα έχεις όλα καλά, μα έχεις κι ένα μεγάλο κακό… Βρωμάει πολύ το στόμα σου!
Το λιοντάρι αμέσως σηκώθηκε, φόρτωσε τα ξύλα στο γάιδαρο και είπε στο γέρο:
Έλα τώρα, πάρε το πελέκι σου και δώσε μου μια μέσα στο σβέρκο.
Ποτέ δεν θα το κάνω αυτό, γιε μου, να χτυπήσω μέσ’ στο σβέρκο με το πελέκι ένα πλάσμα που μου έκαμε τόσο καλό!
Μα εγώ το θέλω, είπε το λιοντάρι κι ο γέρος του έδωσε μια με το πελέκι του και του άνοιξε μια πληγή δυο δάχτυλα βαθειά…
Επήγαινε πάλι κάθε μέρα ο γέρος στο δάσος και το λιοντάρι, έτσι πληγωμένο που ήταν, έκοβε ξύλα κι ο γέρος τα φόρτωνε στο ζώο του.
Άμα πέρασε αρκετός καιρός, του λέει το λιοντάρι:
Κοίτα, γέρο, πώς σου φαίνεται ο σβέρκος μου;
Έγιανε τέλεια, καλέ γιε μου! του λέει ο γέρος.
Κοτζιά μου πληγή έγιανε, του απαντά, μα ο λόγος που είπες, πως βρωμάει το στόμα μου, έμεινε μέσα στην καρδιά μου, και άιντε φύγε και μη ξανάρθεις πια, γιατί θα σε φάω.
Γι’ αυτό λένε: η μαχαιριά γιανίσκει (’γιαίνει),
                       μα ο κακός ο λόγος μεινίσκει (μένει).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου