Η
εκκλησία μας την Μεγάλη Τρίτη θυμάται:
1. την παραβολή των 10 Παρθένων. Οι δέκα
παρθένες πήγαν να συναντήσουν τον γαμπρό. Οι πέντε ήταν φρόνιμες και οι πέντε
ασυλλόγιστες. Οι φρόνιμες ετοίμασαν τα λυχνάρια τους με λάδι. Ο γαμπρός όμως
αργούσε και κοιμήθηκαν. Τότε ακούστηκε μια φωνή και είπε όλες να πάνε να τον
προϋπαντήσουν, όμως οι
ασυλλόγιστες δεν
μπορούσαν να πάνε. Όταν ετοιμάστηκαν ήταν αργά.
2.
το άλειμμα τον ποδιών του Χριστού με μύρο από την αμαρτωλή γυναίκα.
3.
το τροπάριο της Κασσιανής
Η Κασσιανή ήταν βυζαντινή ποιήτρια. Ο
αυτοκράτορας θαμπώθηκε από την ομορφιά της Κασσιανής και θέλησε να τη
δοκιμάσει. Φοβήθηκε από την εξυπνάδα της
και διάλεξε άλλη για γυναίκα του.
ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ
Κύριε,
η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι
μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω
τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα,
τω φόβω εκρύβη.
αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα,
τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών
μου τα πλήθη
και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σήν δούλην παρίδης,
Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σήν δούλην παρίδης,
Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Κύριε,
η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά
πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι,
η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά
πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη:
Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι,
η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου
από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα
καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ' άκουσε να περπατάνε,
από το φόβο της κρύφτηκε.
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ' άκουσε να περπατάνε,
από το φόβο της κρύφτηκε.
Των
αμαρτιών μου τα πλήθη
και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση,
ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου,
εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος
και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση,
ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου,
εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Κύριε, η γυναίκα, η οποία περιέπεσε σε
πολλές αμαρτίες, επειδή κατανόησε, ότι ήσουν Θεός (ενανθρωπήσας), αναλαμβάνει
έργο μυροφόρου και θρηνούσα φέρει σε Σε μύρα γα να Σε αλείψει πριν ακόμη
(αποθάνεις και) ενταφιασθείς. Και λέγει: Αλίμονο σε μένα! γιατί εγώ ζω μέσα σε
μια νύκτα, η οποία είναι γεμάτη από πυκνό σκοτάδι και δεν φωτίζεται ούτε από
αμυδρό φως, όπως είναι το φως της σελήνης, τρέχω προς τη σαρκική ηδονή ασυγκράτητος,
όπως τρέχουν τα ζώα, όταν τα κεντήσει αλογόμυγα, ζω κυριευμένη από τον έρωτα
της αμαρτίας. Αλλά Συ, που υψώνεις τα νερά της θάλασσας, μεταβάλλοντάς τα σε
νεφέλες, δέξου των δακρύων μου το ακατάσχετο ρεύμα. Λύγισε (και χαμήλωσε από το
άπειρο ύψος Σου) προς εμένα, που Σε ικετεύω με τους στεναγμούς της
(μετανοούσης) καρδίας μου, Συ ο Οποίος, με την ακατάληπτη και απερίγραπτη
ενανθρώπισή Σου, λύγισες τους ουρανούς (και κατέβηκες στη γη). Θα φιλήσω με
συνεχή και ακατάπαυστα φιλιά τα αμόλυντα Σου πόδια και πάλι (βρέχοντας με τα
δάκρυά μου) θα τα σπογγίσω με τις πλεξίδες της κεφαλής μου, αυτά τα πόδια των
οποίων το βροντώδη ήχο (από τα βάδισμά Σου) όταν άκουσε μέσα στο Παράδεισο η
Εύα εκείνο το δειλινό (της ημέρας της παραβάσεως), φοβήθηκε και από το φόβο της
κρύφθηκε. Τα πλήθη των αμαρτιών μου, αλλά και τα απύθμενα βάθη των κρίσεών Σου
και των βουλών Σου (δηλαδή τους μυστηριώδεις και απερινόητους τρόπους που
χρησιμοποιείς για τη σωτηρία των ανθρώπων,) ποίος θα μπορέσει να εξερευνήσει,
ψυχοσώστα Σωτήρα μου; Συ που έχεις άπειρο την ευσπλαχνία, μη παραβλέψεις εμένα,
τη δική Σου δούλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου