Το καπλάνι της βιτρίνας
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο δάσος ένας τίγρης, ένα
καπλάνι, όπως το λένε στο νησί μας, κι είχε ένα μαύρο μάτι κι ένα καταγάλανο.
Έτσι είχε γεννηθεί. Τη μια μέρα είχε ανοιχτό το γαλάζιο μάτι και το μαύρο
κοιμότανε, την άλλη μέρα έβλεπε με το μαύρο και το γαλάζιο έμενε κλειστό. Σαν
έβλεπε με το γαλάζιο μάτι, ήτανε ήμερο
σαν γάτα, τριγύριζε ανάμεσα στους ανθρώπους, τους βοηθούσε κι έπαιζε με τα
παιδιά και τα ζωάκια στο δάσος. Όταν όμως άνοιγε το μαύρο μάτι, γινόταν άγριο,
χαλούσε τις δουλειές των ανθρώπων και τα ζωάκια έτρεχαν να κρυφτούνε στις
τρύπες τους, σαν το άκουγαν να περνά. Ο Νίκος μάς διηγιέται ένα σωρό
περιπέτειες του καπλανιού, κι όχι μόνο σ’ εμάς, αλλά και σε άλλα παιδιά, όταν
πηγαίναμε στην εξοχή το καλοκαίρι...
Μια νύχτα το καπλάνι είχε ανοιχτό το μαύρο μάτι του. Παρόλα
ταύτα ήταν ήσυχο και έκανε βόλτες στο δάσος. Εκείνη τη νύχτα η Βικτώρια, η οποία είχε μετακομίσει πρόσφατα στην πόλη
δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκέφτηκε να
πάει να βρει το καπλάνι, να το αγκαλιάσει και να κοιμηθούν μαζί. Η Βικτώρια η οποία είχε γίνει η αγαπημένη
φίλη του καπλανιού, δεν το είχε δει όμως ποτέ με ανοιχτό το μαύρο μάτι .
Το αποφάσισε, βγήκε αργά αργά από το σπίτι και πήγε στο
δάσος να το βρει. Το είδε να κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό δίπλα σε κάτι
θάμνους. Πήγε κοντά του και το χάιδεψε. Αμέσως αυτό της όρμησε, σηκώθηκε πάνω
και βρυχιόταν. Η Βικτωρία έβαλε τα κλάματα, φοβόταν. Ήθελε να το αγκαλιάσει μα
και το φοβόταν.
Τελικά το έκανε, χώθηκε στην αγκαλιά του και του φώναξε: «Σε
παρακαλώ μη μου κάνεις κακό. Άνοιξε τα μάτια σου. Άφησε το καλό να νικήσει το
κακό». Το καπλάνι την άκουσε, σταμάτησε να βρυχάται και την αγκάλιασε. Άνοιξε
και τα δυο μάτια. Όταν το έκανε αυτό έπεσε κάτω, πονούσε. Σε κάποια στιγμή
σταμάτησε, φαινόταν νεκρό. Η Βικτώρια το αγκάλιασε και έκλαιγε πάνω του. Αυτό
ξύπνησε.
Εκείνη χάρηκε τόσο, γιατί δεν ήταν πια επιθετικό. Είχε και
τα δυο μάτια ανοιχτάΜα ήταν γαλανά.
Το καπλάνι από εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ φιλικό και
βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη.
Βάγια.
Μια μέρα όμως το Καπλάνι άνοιξε και τα δυο μάτια του και
έγιναν γαλάζια. Τότε άρχισε να αλλάζει μορφές. Από τίγρης γινόταν παπαγάλο. Από
παπαγάλος σε ζέβρα. Από ζέβρα σε σκυλάκι μέχρι που σταμάτησε σε ένα μικρό άσπρο
γατάκι.
Το καπλάνι, που τώρα ήταν ένα μικρό γατάκι, έγινε σε όλους
γνωστό ως καπλανογατάκι. Όλοι το αγαπούσαμε
και το φρόντιζαν. Το ήθελαν όλοι για κατοικίδιό τους. Από τότε το
καπλανογατάκι δεν ξαναμεταμορφώθηκε σε τίγρη ούτε ξαναενόχλησε κάποιο. Όλα ήταν
τέλεια.
Διονυσία.
Σε λίγες μέρες ήταν τα γενέθλιά του. τύχαινε όμως να ήταν
ανοιχτό το μαύρο του μάτι και ήταν πολύ αγριεμένος. Οι φίλοι του αποφάσισαν να
του κάνουν πάρτι.
Τα ζώα ετοίμασαν τα φαγητά, τα παιδιά τη διακόσμηση και μια
μεγάλη ζωγραφιά και οι γιαγιάδες την τούρτα.
Όταν έφτασε εκείνη η μέρα, τα ζώα με πολύ μεγάλη προσπάθεια
τον πήγαν σε ένα απομακρυσμένο μέρος του δάσους και προσπάθησαν να τον
απασχολήσουν. Όταν ήταν όλα έτοιμα, τον φέρανε στην πλατεία.
Η τίγρης μόλις τα είδε όλα αυτά, και με το μαύρο μάτι
ανοιχτό, όρμησε πάνω το τραπέζι έτοιμη να καταστρέψει ό,τι υπήρχε. Την
σταμάτησαν όμως όλοι οι φίλοι της [ου τη φώναξαν χρόνια πολλά!!!
Η τίγρης έμεινε ακίνητη κοιτάζοντας γύρω της. Τότε το
γαλάζιο μάτι πήρε τη θέση του μαύρου. Αμέσως ηρέμησε και χαμογέλασε κουνώντας
τα μάτια της χαρούμενα.
Από τότε η τίγρης ήταν φιλική με όλους. Οι φίλοι της
κατάλαβαν ότι της έλειπε αγάπη.
Σίσσυ
Κάποτε όμως ένα ζεστό καλοκαιρινό
πρωινό παρακίνησε τα παιδιά να βοηθήσουν
την τίγρη να είναι πάντα καλή και ήρεμη ανεξάρτητα από το ποιο μάτι είναι
ανοιχτό. Σηκώθηκαν βιαστικά από τα κρεβάτια τους και ξεκίνησαν, ώστε να φτάσουν
γρήγορα στην τίγρη. Περπάτησαν ώρες και έφτασαν στην τίγρη. Η τίγρη είχε
ανοιχτό το μαύρο μάτι και αν έβλεπε τα παιδιά θα τα έκανε μια χαψιά. Τα παιδιά
περίμεναν να κοιμηθεί η τίγρη και μπήκαν μέσα.
Μετά από λίγη ώρα η τίγρη ξύπνησε. Άρχισε να γρυλίζει και να προσπαθεί
να διώξει τα παιδιά. Τα παιδιά όμως δεν έφευγαν και προσπαθούσαν να την
ηρεμήσουν. Πέρασαν δυο μήνες με αδιάκοπη προσπάθεια και τα παιδιά κατάφεραν να κάνουν την τίγρη
όπως ήθελαν αυτά, ήρεμη, καλή και αξιαγάπητη στον κόσμο.
Ελισάβετ. Μ.
Το καπλάνι όμως ήθελε να παίζει με
τα παιδιά, όχι να τα τρομάζει. Την επόμενη μέρα τέσσερις καλοί άνθρωποι τον
είδαν και τον πήγαν στον κτηνίατρο.
Ο κτηνίατρος του έκανε μια ένεση
και του έδεσε το μάτι. Ύστερα από οχτώ μέρες το μαύρο μάτι του έγινε γαλάζιο.
Έτσι το καπλάνι ήταν πάντα καλό και
έπαιζε με τα παιδιά και τα ζώα.
Ραφαηλία
Μια μέρα ένας κυνηγός έπιασε το
καπλάνι και το βαλσάμωσε. Το πούλησε σε ένα μαγαζί και ο ιδιοκτήτης το έβαλε
στη βιτρίνα του μαγαζιού του να κοιτάζει τους περαστικούς με το γαλανό του
μάτι. Κανείς πια δε φοβότανε το καπλάνι και πολλοί μπαίνανε στο μαγαζί για να
το δουν καλύτερα και να το ακουμπήσουν.
Ελισάβετ Λ.
Όπως κάθε πρωί έτσι και σήμερα πήρα την Άννα και το καπλάνι
και πήγαμε στο λιμάνι να παίξουμε, όπως το συνηθίζαμε. Παίζαμε τα αγαπημένα μας
παιχνίδια. Προσπαθούσαμε να κάνουμε βατραχάκια
στη θάλασσα με τις πέτρες, παίζαμε κρυφτό κά. Μια ώρα αργότερα έφτασε ένα πλοίο το οποίο
είχε μέσα του πολλούς τουρίστες. Μόλις κατέβηκαν, ένας απ αυτούς είδε το
καπλάνι και κάλεσε την αστυνομία. Έγιναν πολλές προσπάθειες για να το
κρατήσουμε το νησί αλλά δεν γινόταν τίποτα. Τελικά το καπλάνι το πήγαν σε ένα
ζωολογικό κήπο στην Αθήνα.
Βαγγέλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου