Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Ιστοριές με φράσεις σε σχέση με τη γη


Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Από την αρχή της σχολικής χρονιάς συμμετείχα σε μια θεατρική ομάδα. Θα ανεβάζαμε το έργο: «Το μυστικό του παγωτού».

Για αρκετούς μήνες κάναμε πολλές πρόβες. Εγώ πίστευα πως ήμουν πια έτοιμη για την παράσταση.
Όταν έφτασε η μέρα της παράστασης, ήμουν πολύ χαρούμενη. Μόλις όμως ανέβηκα στην σκηνή, ξέχασα τα λόγια μου από το πολύ άγχος. Εκείνη την ώρα ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Μόλις οι θεατές χειροκρότησαν για να με ενθαρρύνουν, μου  έφυγε όλο το άγχος. Έτσι θυμήθηκα τα λόγια και η παράσταση συνεχίστηκε με πολύ καλό αποτέλεσμα.

Άνοιξε η γη και τον κατάπιε
Κάθε Σαββατοκύριακο πηγαίνω στο χωριό μου. Περνώ πολύ ωραία εκεί. Σχεδόν όλη την ημέρα παίζω με τους φίλους μου διάφορα παιχνίδια στην πλατεία.
Ένας από τους αγαπημένους μου φίλους είναι και ο Ηρακλής, ο οποίος μένει στη Θεσσαλονίκη κι έρχεται τα Σαββατοκύριακα στο χωριό, όπως κι εγώ για να δει  τους παππούδες του. Δυστυχώς όμως εδώ και τρεις βδομάδες δεν τον συναντώ. Περνώ συνέχεια από το σπίτι του και όλο είναι κλειστά. Κανείς δεν γνωρίζει τίποτα. Λες  και άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
Θάνος

Στον ουρανό σε γύρευα και στη γη σε βρήκα
Μια φορά κι ένα καιρό υπήρχε ένας εγκληματίας, που δραπέτευσε από τη φυλακή και τον έψαχναν οι αστυνομικοί.
Ο Δροκ ο εγκληματίας είχε μπει φυλακή, γιατί χτύπησε κάποιον με το αυτοκίνητό του. Την επόμενη μέρα μπλόκαρε ο συναγερμός και άνοιξαν οι πόρτες από τα κελιά και βγήκαν όλοι έξω. Αυτός που δραπέτευσε ήταν μόνο ο Δροκ. Έτρεξε να ξεφύγει και στο τέλος της διαδρομής τον περίμεναν οι φίλοι του με ένα πολύ γρήγορο αμάξι. Έτσι μπόρεσαν να ξεφύγουν από τους αστυνομικούς.
Μετά από λίγο καιρό τον βρήκαν τυχαία οι αστυνομικοί και του είπαν: «Στον ουρανό σε γυρεύαμε  και στη γη σε βρήκαμε».
Βασίλης


«Μαμά, μαμά » Μα πού πήγε τέλος πάντων; Όλοι είχαν εξαφανιστεί. Είχαν χαθεί από το πρόσωπο της γης. Λες και άνοιξε η γη και τους κατάπιε. Τι να πεις;
Πήγα στο δωμάτιό μου. Ξαφνικά βλέπω το κλουβί της Χιονονιφάδας, του κουνελιού μου, εντελώς ανοιχτό. Αμάν πια αυτό το κουνέλι! Έτσι ξανακατέβηκα κάτω κι άρχισα να ψάχνω. Τι κάτω από καναπέδες, καρέκλες, μπάνιο, τίποτα! Κι αυτή είχε εξαφανιστεί! Συνήθως κρυβόταν πίσω απ’ τον καναπέ. Κάποια στιγμή, κάτι άσπρο κουνιόταν πίσω από την τραπεζαρία. Πηγαίνω εκεί, και τι να δω! Η Χιονονιφάδα φαρδιά πλατιά έτρωγε καρότα. «Χιονονιφάδα, στον ουρανό σε έψαχνα στη γη σε βρήκα.
«Πάμε τώρα!» Άρχισα ν ανεβαίνω και τότε συνειδητοποίησα ότι αυτή, ήταν ακόμα εκεί! Κίνησα γη και ουρανό για να την κάνω να σηκωθεί. Εκείνη όμως ήθελε παιχνιδάκια. Εντάξει! Όμως είχα δουλειά. Πήρα τηλέφωνο τη μαμά να την ρωτήσω πού είναι και τι μου λέει; Έχουμε μια σοβαρή δουλειά και θα είμαστε πίσω σε μια ώρα». «Μία ώρα; Τέλεια!»
Έτσι άρχισα να κυνηγώ τη Χιονονιφάδα. Το σπίτι είχε γίνει χάλια. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και χτύπησε το κουδούνι. Κοίταξα από το ματάκι. Ήταν οι φίλοι μου. Αχ! Η εργασία! Μα πώς τη ξέχασα! Το σπίτι ήταν σαν βομβαρδισμένο. Ήθελα ν ανοίξει η γη να με καταπιεί.
ΤΕΛΙΚΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ Η ΜΕΡΑ ΜΟΥ ΣΗΜΕΡΑ.
Αναστασία Α.

Η πιο αμήχανη στιγμή
Είχα γυρίσει από το σχολείο, πέταξα την τσάντα μου στο πάτωμα και πήγα στο δωμάτιό μου. Έβαλα τα ρούχα του σπιτιού, έπλυνα τα χέρια μου και κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας και έφαγα. Όταν τελείωσα ξαναπήγα στο δωμάτιό μου και έκανα τα μαθήματά μου.
«Όχι!... Έχω γραμματική», είπα με αναστεναγμό. Μετά από λίγη ώρα είχα τελειώσει τα μαθήματά μου και ήμουν έτοιμη για την άλλη μέρα.
Την επόμενη μέρα είχα πάει στο σχολείο με υπερηφάνεια, γιατί νόμιζα πώς τα είχα διαβάσει όλα τα μαθήματα. Μπήκαμε μέσα στην τάξη και η καθηγήτρια μάς εξέτασε στη γραμματική. Εγώ σήκωσα το χέρι μου και η καθηγήτρια με σήκωσε για να πω. Άρχισα να λέω τη γραμματική μια χαρά και σε ένα σημείο ξαφνικά κόλλησα και δε μου ερχόταν να πω παρακάτω. Εκείνη την ώρα όλα τα παιδιά άρχισαν να γελάνε και να μιλάνε μεταξύ τους. Εγώ έτσι πως ήμουν πάνω ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί, επειδή ένιωθα τόσα άβολα.
Την επόμενη μέρα η κυρία μας είχε βάλει την ίδια γραμματική. Ευτυχώς την είχα διαβάσει και την είπα σωστά.
Μαρία.

Το προηγούμενο Σάββατο η φίλη μου η Ξένια με κάλεσε να πάω στο σπίτι της για να παίξουμε. Δέχτηκα με μεγάλη χαρά την πρόσκλησή της και πήγα. Μόλις έφτασα στο σπίτι της, γνώρισα και άλλες δυο φίλες της.
Ήμασταν πολύ χαρούμενες και αμέσως μπήκαμε  στο υπέροχο δωμάτιό της. Η μαμά της είχε ετοιμάσει έναν μπουφέ με διάφορα γλυκά και αλμυρά. Είχε επίσης  και μια μεγάλη κανάτα με χυμό πορτοκάλι.
Ενώ παίζαμε και διασκεδάζαμε με τα κορίτσια, στραβοπάτησα κατά λάθος και έριξα την κανάτα με το χυμό πάνω στο λευκό χαλί. Τότε ήθελα να ανοίξει η γη να  με καταπιεί, γιατί ήμουν εγώ η αιτία που έγινε η ζημιά.
Η άτυχη μέρα
Μια μέρα πριν λίγους μήνες καθόμουν με τον μικρό μου αδερφός τον Ορέστη στον καναπέ και βλέπαμε τηλεόραση.
Ορέστη: Βαρέθηκα! Παίζουμε κρυφτό;
- Καλά, όμως θα παίξουμε έξω.
- Εντάξει.
- Φύλα εσύ πρώτος.
- Καλά. 5, 10, .....100. φτου βγαίνω. Πού να έχει κρυφτεί. Ίσως στον κήπο ή πίσω από το σιντριβάνι. Για την ακρίβεια ξέρω πού είναι. Είναι πίσω από την καφέ γλάστρα.
- Εντάξει. Φυλάω εγώ. 5, 10 .....100. Βγαίνω. Τώρα που είναι. Μήπως στο μπαξέ; Όχι. Μήπως πίσω από την αναμμένη ψησταριά; Όχι. Πού πήγε αυτό το παιδί;
Μετά από λίγη ώρα άρχισα να ανησυχώ. Ορέστη, Ορέστη... φώναζα ασταμάτητα μα άδικα. Πού είναι άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
 Άμα έρθουν οι γονείς να βρω κρυψώνα  να κρυφτώ. Αν το μάθουν ότι έχασα τον αδερφό μου δεν ξέρω τι θα γίνει.
Ας μπω στο σπίτι και μπορεί να έρθει μόνος του.
- ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ ΜΕΣΑ, ούρλιαξα εξαγριωμένη. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΜΠΟΥΜΕ ΜΕΣΑ.
- Το ξέρω!
- Έχω φάει τον τόπο για να σε βρω.
- Κάτι άκουσα!
- Όταν έρθει η μαμά θα της τα πω όλα.
- Τι θα πεις... ότι με έχασες!
- Σαν να έχεις δίκιο. Ας το ξεχάσουμε.
Ραφαηλία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου