Τα παγανά ανεβαίνουν στη γη και πειράζουν με τις αταξίες τους
ανθρώπους.
(ένα κείμενο του Θάνου Βελούδιου για τους καλικάντζαρους που γράφτηκε
την Πρωτοχρονιά του 1956)
Στις
άγιες μέρες δεν επιφοιτά στις καρδιές
μας μόνο το πνεύμα του Χριστού- ούτε
μόνο ο αγαθός Αγιο-Βασίλης κατεβαίνει να μοιράσει τα δώρα του στα παιδιά. Κατεβαίνουν
και τα πονηρά πνεύματα του Δωδεκάμερου, οι Καλικάντζαροι. Τι σημαίνει, όμως,
και από πού προέρχεται η λέξη Καλικάντζαρος;
Υπάρχουν ένα σωρό γνώμες. Η επικρατέστερη είναι ότι η καταγωγή της
λέξης είναι κυπριακή. Αντζαρος, στην Πάφο της Κύπρου, σημαίνει ωραίος και
εύσωμος- πρόκειται, λοιπόν, για ένα εξευμενιστικό όνομα, αφού κάθε άλλο παρά
ωραίοι είναι οι Καλικάντζαροι της λαϊκής μας παράδοσης. Το κείμενο που
δημοσιεύουμε σήμερα είναι ηλικίας 50 ετών. Το έγραψε, την πρωτοχρονιά του 1956,
για το περιοδικό «Εικόνες» ο Θάνος Βελούδιος -εκείνος ο καταπληκτικός ερασιτέχνης, ο πολυπράγμων της Αθήνας, που ασχολήθηκε με
τα πάντα από καθαρή αγάπη και μόνο. Σ' όλα εκείνα με τα οποία ασχολήθηκε -από
τη λαογραφία ως την πλοήγηση αεροπλάνου- ο Θάνος Βελούδιος διοχέτευσε μεράκι, ενθουσιασμό και χάρη.
Τέτοιο είναι και το κείμενο που ακολουθεί. Εικονογραφημένο -κατά το πρωτότυπο-
με θαυμάσιους «ιδεογραφικούς πίνακες» του Γιάννη Τσαρούχη και του Π. Τέτση,
αποτελεί ένα μικρό διαμάντι της παλιάς δημοσιογραφίας.
Οι
Νεοέλληνες, σαν λαός που έχει μεγάλο πολιτισμό, εκράτησαν ζωντανές τις αρχαίες
τους παραδόσεις, με τον εορταστικότερο και τον πιο χαριτωμένο τρόπο. Τις
επλούτισαν μάλιστα με πολλήν ευφυΐα και τις έκαμαν πιο παραστατικές, θέλησαν
και αυτοί, πάντοτε, όπως και οι αρχαιότατοι προγονοί των, να εξευμενίσουν με
ευγενικότητα τα πονηρά ή άτακτα πνεύματα και μέσα στην πιο οργιώδη φαντασία
που βλέπει Κόβαλλους, δαιμόνια και τέρατα, δείχνουν την ευλαβική των προσήλωση
προς το αίσθημα του μέτρου, του καλού και του ωραίου, που είναι χαρακτηριστικά
του βαθύτερου πολιτισμού των.
Μία
απ' αυτές τις νεοελληνικές παραδόσεις είναι και των Καλκάδων Καλικάντζαρων ή
Παγανών. Είναι και η πλουσιότερη μέσα στις
χριστουγεννιάτικες παραδόσεις όλου του κόσμου και αναφέρεται σ' όλο το
Δωδεκαήμερο- δηλαδή στις μέρες που περιλαμβάνουν τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά
και τα Φώτα.
Η ιστορία των
καλικαντζάρων μας μαθαίνει πολλά από τα παράξενα ονόματα τους. Αερικά,
Ξωτικά, Παγανά, Καλκακυράδες, της
αθηναϊκής συνοικίας της Πλάκας, Βερβεζούδες, Τζόγιες, Καλοκυράδες και άλλα. Τα
εξευμενιστικά ονόματα Τζόγιες, Καλοκυράδες κ.λπ τους τα δίνουν για να τα
καλοπιάνουν, αφού όλο αταξίες και πειράγματα έχουν στο νου τους να κάνουν.
Όπως ακριβώς οι αρχαίοι
Έλληνες έλεγαν τις Ερινύες, Ευμενίδες, τον Άξενο
Πόντο, Εύξεινο Πόντο και σήμερα λέμε την τρικυμία, φορτούνα (τύχη), το ξίδι,
γλυκάδι κ.λπ.
Όλες
αυτές τις ημέρες και τα παιδιά και οι μεγάλοι αισθάνονται τις αταξίες των
Καλικάντζαρων, μα δεν τους βλέπουν πάντα γιατί έρχονται σαν αόρατα αερικά πάνω
στη Γη, χώνονται παντού και τους νοιώθει κανείς ακόμα και στον αέρα. Βγαίνουν
κυρίως από τα πηγάδια και από τις πηγές που αναβλύζουν από τα έγκατα της Γης.
Όλο
το χρόνο είναι κρυμμένοι μέσα σε μια πελώρια σπηλιά, στο εσωτερικό της Γης
που έχει το σχήμα ενός πορτοκαλιού. Στο απ' έξω της Γης γύρω-γύρω ζει ο
κόσμος, απάνω στο φως. Μέσα της, που είναι σκοτάδι, ζούνε οι Καλκάδες
Καλικάντζαροι.
Με
την ανανέωση, λοιπόν, κάθε χρόνο των δυνάμεων του Καλού (που συμβολίζεται με
τη Γέννηση του Χριστού), δίδεται η ευκαιρία και στις αντιστρατευόμενες το
εποικοδομητικό πνεύμα επιρροές (που συμβολίζονται από τους Καλικάντζαρους),
να βγουν κι αυτές ταυτοχρόνως στην επιφάνεια της γης και να
δράσουν στον ίδιο στίβο, επί ίσοις όροις και να δοκιμάσουν «κατ' αντιπαραστασΐν»,
ποια από τις δυο δυνάμεις θα επικρατήσει. Στα Φώτα, όμως, επιφαίνεται το Άγιον
Πνεύμα (δηλαδή το θεϊκό στοιχείο κάθε επικοιδομητικής προσπάθειας) που δεν
αφήνει τις κατ' έτος ανανεούμενες δημιουργικές δυνάμεις του Καλού να εξουδετερωθούν
και δαμάζει κάθε αντιστρατευόμενη επιρροή,
διώχνοντας τους Καλικάντζαρους από την επιφάνεια της Γης, όπου ζει ο κόσμος.
Όλα
αυτά τα μισοδαιμονικά καταγίνονται, λέει, όλο το χρόνο να χαλάσουν το χοντρό
κορμό του δέντρου που, με τα κλαριά του και με τη φυλλωσιά του, βαστάει τη
φλούδα της Γης. Σ' αυτήν επάνω είναι χτισμένος ο κόσμος.
Βάζουν
όλο τον νου που έχουν για να ενοχλήσουν τους ανθρώπους, θέλοντας να τους
πειράζουν επειδή αντιγνωμίζουν μ' αυτούς. Είναι λοιπόν «εξωτικά όντα» με μορφή
μάλλον ανθρώπου παρά ζώου. Είναι σαν πιθηκοειδή χωρίς κέρατα, με μεγάλα αυτιά
και ουρά. Έχουν μαύρο ή σκούρο καφέ χρώμα, κάπου-κάπου κόκκινο ή μαβί. Τα πόδια
τους συχνά είναι αλογήσια ή γαϊδουρινά, τραγήσια, βατραχήσια ή πετεινήσια. Και
το τρίχωμα τους είναι ή πολύ πυκνό ή πολύ αραιό. Μπορεί όμως να είναι και
εντελώς άτριχοι.
Οι
Καλικάντζαροι δεν έχουν δύναμη, δεν πολυφοβούνται το κρύο, μα δεν θέλουν και
την φωτιά. Αυτήν την φοβούνται, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Φοβούνται προ
πάντων τους πολλούς ανθρώπους, γι' αυτό δουλεύουνε με τα κοφτερά δόντια και τα
τσεκούρια τους όλο το χρόνο, για να εκδικηθούν τον κόσμο, κόβοντας το δέντρο
που τον βαστάει, ώστε να γκρεμιστεί και να χαθεί.
Όταν
όμως φτάνει η παραμονή των Χριστουγέννων και η φλούδα της Γης είναι πια
έτοιμη να βουλιάξει, τότε γίνεται κάτι
πολύ μεγάλο. Από τον ουρανό φέρνει η Παναγία τον Χριστό στον κόσμο και Αυτός
με την Αγάπη Του και με την καλοσύνη Του την απέραντη, στεριώνει την Γη και δεν
αφήνει τους ανθρώπους να χαθούν.
Τότε
ο κόσμος ετοιμάζεται να γιορτάσει το μεγάλο αυτό θάμα. Γι' αυτό πλένει,
καθαρίζει, κάνει γλυκά και βρίσκεται σε γιορτάσιμη κίνηση.
Οι
Καλκάδες Καλικάντζαροι ακούνε όλη αυτή τη φασαρία από πάνω απ' τα κεφάλια
τους, αφήνουν τη δουλειά τους και χύνονται στον απάνω κόσμο για να δουν τι
τρέχει. Μαθαίνουν όμως, τη Γέννηση του Χριστού και θέλοντας να δράσουν κι
αυτοί κατά τον δικό τους τρόπο δεν κάνουν άλλο παρά να πειράζουν τους
ανθρώπους.
Δώδεκα
ολόκληρα μερόνυχτα «Τα Δωδεκαήμερα» (από τις 24 Δεκεμβρίου ως τις 6 του
Γενάρη), είναι διασκορπισμένοι σ' όλες τις ανθρωποκατοικημένες περιοχές. Να τι
τραγουδούν:
Δέκα
μέρες και δυο!
Οι
Καλικάντζαροι!
οι Καλιτσάγγαροι! απ' της γης,
στα Γέννα
ερχόμαστε!
λάου-λάου
συρτά,
σιγανά και μουντά
ολούθε,
παντού χωνόμαστε!
Τζάκι,
στάχτ' η φωτιά!
κρασί,
λάδ' ή φαγιά!
στο
πιθάρι, στ' αλεύρι
τρυπώνουμε
Στα ψηλά, στα βαθειά,
στα
κρυφά, στ' ανοιχτά,
Κόσμο,
σπίτια 'νω κάτω
τα
φέρνουμε!
Δέκα
μέρες και δυο!
Τρέχα,
πήδα χορό!
Στη γης,
και όπου βρισκόμαστε!
φώτα σα
'ρθει η Γιορτή
Κι' ο
Χριστός βαφτιστεί,
ΝτζουμΙ
Πριτς!.. Χανόμαστε!
Μπαίνουνε στα σπίτια και
φέρνουνε τους ανθρώπους, άνω-κάτω, κάνοντας ό,τι ζεβζεκιά και αταξία μπορεί
να φαντασθεί κανείς. Χτυπάνε την καμπάνα της εκκλησιάς,
γυρίζουν τα φύλλα του παππού, σφυρίζουν σαν διάβολοι, χώνονται στα φουστάνια
των νοικοκυράδων για να τις κάνουν να γλιστρήσουν και να πέσουν, ξεπλανεύουν τους ανθρώπους να πάνε στο μύλο, ενώ το στάρι
και τα γεννήματα για τις γιορτές είναι από τα πριν αλεσμένα, σπάνε το νήμα της
ανέμης όταν κανείς γνέθει τρίζουν τον αργαλειό να ζαλίζεται όποιος ανυφαίνει
και τέλος χάνονται στ’ σακιά με το αλεύρι, μαγαρίζουν τα φαγώσιμα, το λάδι και
το κρασί και θέλουν να χωθούν στη στάχτη που δεν έχει φωτιά. Γι' αυτό οι
άνθρωποι διατηρούν όσο μπορούν καλύτερα αναμμένη τη φωτιά και γι' αυτό την
στάχτη του Δωδεκαημέρου την πετάνε, μην τυχόν και κρύφτηκε μέσα κανένα
Καλικαντζούδι.
Στα νησιά πιστεύουν ότι
οι Καλοβρούσηδες Χρυσοφένταδοι (που είναι αγαθά και ήσυχα Αερικά και τα λεν
Καλοχρίστικα και που έρχονται τα Χριστούγεννα μέσα σε καρυδότσουφλες), λεν τα
κάλαντα και φέρνουν για γούρι και ευτυχία την αγριοκρεμμύδα Χριστοβασίλιτσα.
Επίσης,
όταν γέμιση κανείς τη στάμνα του με θαλασσινό νερό, ανήμερα στα Γέννα, μόλις
φέξει ο ήλιος, βρίσκει την ευτυχία. Γι’ αυτό κατεβαίνουν οι νησιώτισσες στην
ακρογιαλιά με τις κανάτες τους, τις βουτούν στη θάλασσα και «γεμίζουν οι
στάμνες των φλουριά».
Η νύχτα των Χριστουγέννων
Νύχτωσε!
Είναι η Εσπέρα η Ιερή της 24ης Δεκεμβρίου. Οι Χαλκάδες Καλικάντζαροι έχουν βγει
και όπου να 'ναι θα φανούν.
Αυτοί
οι ταραξίες κοιτάνε από την καμινάδα μήπως σβήσει η φωτιά και μπορέσουν να
χωθούνε μέσα στο σπίτι να φάνε τη σούπα, τα τσουρέκια, το χριστόψωμο, τα
λουκάνικα και ό,τι άλλο ετοιμάζουνε οι άνθρωποι για να περάσουν καλά τα
Χριστούγεννα. Επίσης, ρίχνουν αγκιστρωτά τσιγκέλια απ' την καμινάδα για ν'
αγκιστρώσουν τα φαγιά και τα γλυκίσματα. Η βάβω όμως προσέχει μη τυχόν σβήσει
η φωτιά, για να είναι ζεστή η ευλογημένη ώρα που οι καμπάνες της εκκλησίας του
χωριού θα σκορπίσουν την νύχτα την είδηση πως γεννήθηκε ο Χριστός. Μάλιστα
βγαίνει έξω και βάζει στη γωνιά της σκεπής (όπως έβαζαν οι αρχαίοι Έλληνες για
την τριπρόσωπη θεά της νύχτας, την Εκάτη), φαγώσιμα: ένα πιάτο με λουκάνικα ή
κρέας (τσιτσί) και δίπλες ή κουλουράκια, για να χορτάσουν τα Καλκανθρωπίσματα,
οι Καλκάδες και να μη θέλουν να μαγαρίσουν το σπίτι.
Μια
άλλη παρέα καλικάντζαρων ξεφυτρώνει από αλλού, και πάει στους νερόμυλους, γιατί
τους αρέσει να τρώνε βατράχους, νεροφίδες και σαύρες. Πάνε στις ρεματιές και
εκεί όπου έχει γεφύρια, πάνε στα τρίστρατα, χώνονται στα κελάρια.
Όλοι
αυτοί μεγαλώνουν, μικραίνουν, σφυρίζουν, μαγαρίζουν και χάνονται. Έρχονται πάλι
και στήνουν το χορό, πότε με θόρυβο και πότε στα κουφά. Αρπάζουν στο χορό τους
τους ξεμοναχιασμένους νυχτοβάτες και τους χορεύουν μέχρι να σκάσουν.
Ξόρκια
Κι
αν καμιά φορά πιάσουν οι άνθρωποι κανέναν καλικάντζαρο, τον δένουν με σκοινί
καμωμένο από κόκκινες κλωστές και τότε τον αναγκάζουν να μετρήσει τις τρύπες
από το κόσκινο:
«Μέτρα,
Κάλκα, κόσκινο! Τρύπες, Κοκκινόσκοινο!»
Αλλά και για να
μη μπορεί να χωθεί πουθενά, ψήνουν απήγανο και γράφουν σταυρό, στα παράθυρα,
στις πόρτες, στα αγγεία του λαδιού και του κρασιού, στα σακιά, στο μέτωπο των—
«βαφτιστών- παιδιών και θυμιατίζοντας το σπίτι λένε:
«Ξύλα,
Κούτσουρα, Δαυλιά κομμένα!
Χαθείτε,
φεύγετε, Παγανά κρυμμένα!»
Καίνε
κανένα κομμάτι πετσί στο τζάκι από κανένα παλιοτσάρουχο που
η μυρωδιά του δεν αρέσει στους Καλκάδες Καλικάντζαρους και τους
διώχνει:
«Παλιοτσάρουχο μυρίζ' εδώ,
μούτζω το τέτοιο χωριό!»
Την
στάχτη του Δωδεκαήμερου την πετάν έξω, γιατί είναι ακάθαρτη και κάνει μόνον
για τα μάγια της μαύρης μαγείας.
Την
μεγάλη έτοιμη Χριστοκουλούρα, που μέσα της μπορεί να τρύπωσε, στο πλάσιμό της,
κανένα Καλικαντζούδι, προτού την κόψουν και την μοιράσουν, την εξαγνίζουν, βαστώντας
την από πάνω από ένα μαγκάλι με αναμμένα κάρβουνα και ρίχνοντας λάδι
ανακατωμένο με κρασί, ως είδος σπονδή, μέσα από τη μέση της Χριστοκουλούρας.
Σηκώνεται
αμέσως μια πελώρια -φλόγα και καπνός και τότε λένε:
«Κουλούρα, Κάψιμο,
Κάρβουν' αναμμένα!
Ξόρκιλαδόκρασο!
Παγανά διωγμένα!»
Τους
Καλκάδες τους διώχνει επίσης το λάλημα του μαύρου πετεινού, που πρέπει όμως
να είναι το τρίτο μέσα στη νύχτα, δηλαδή προς τα ξημερώματα.
Τα Φώτα
Έτσι
φτάνει και η μέρα των Φώτων που θα αγιασθούν τα νερά και θα φύγουν οι Καλκάδες.
Ο
ιερέας, αφού πάρει τον αγιασμό από την εκκλησία, γυρίζει παντού και ραντίζει τα
πάντα και τους ανθρώπους για να τους δώσει νέα ζωή, με ιερό και πνευματικό
περιεχόμενο, καθώς και για να δίωξει τ' Αερικά. Όταν αυτά τον νοιώσουν,
μαζεύονται τρεχάτα να φύγουν γρήγορα από την απάνω γης και το φως, λέγοντας
όλα μαζί:
Φύβγουτε
να φύβγουμε
Γιατ'
ήρθ' ο Πάπας
Πάπαρδος
Με
την Αγιαστούρα του
Και
με τη Βρεχτούρα του
θ' αγιάσει θα ξαγιάσει
Και θα μας ζοματισει.
Και
χάνονται οι Καλκάδες Καλικάντζαροι μέσα στα νερά και μέσα στη γης, όπου πάνε
να περάσουν το χρόνο τους, δηλαδή από τις 7 Ιανουαρίου μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου.
Εκεί ξαναρχίζουν να χτυπάνε με λύσσα τον κορμό του δέντρου
που βαστάει τη Γη, γιατί στο μεταξύ έχει ξαναθρέψει στο πάχος του το
πρωτινό. Κι η δουλειά τους αυτή, η χαιρέκακη, μοιάζει μαζί και σαν τιμωρία.
Γιατί
όλα τα όντα που ζούνε με πονηρία και κακία δεν περνούνε ξεκούραστα τη ζωή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου