Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Τα πονηρά πνεύματα του Δωδεκαημέρου.



Τα παγανά ανεβαίνουν στη γη και πειράζουν με τις αταξίες τους ανθρώπους.
(ένα κείμενο του Θάνου Βελούδιου για τους καλικάντζαρους που γράφτηκε την Πρωτοχρονιά του 1956)

Στις άγιες μέρες δεν επιφοιτά στις καρδιές μας μόνο το πνεύμα του Χριστού- ού­τε μόνο ο αγαθός Αγιο-Βασίλης κατεβαίνει να μοιρά­σει τα δώρα του στα παιδιά. Κατε­βαίνουν και τα πονηρά πνεύματα του Δωδεκάμερου, οι Καλικάντζα­ροι. Τι σημαίνει, όμως, και από πού προέρχεται η λέξη Καλικάντζαρος;

Υπάρχουν ένα σωρό γνώμες. Η επι­κρατέστερη είναι ότι η καταγωγή της λέξης είναι κυπριακή. Αντζαρος, στην Πάφο της Κύπρου, ση­μαίνει ωραίος και εύσωμος- πρό­κειται, λοιπόν, για ένα εξευμενιστικό όνομα, αφού κάθε άλλο πα­ρά ωραίοι είναι οι Καλικάντζαροι της λαϊκής μας παράδοσης. Το κεί­μενο που δημοσιεύουμε σήμερα είναι ηλικίας 50 ετών. Το έγραψε, την πρωτοχρονιά του 1956, για το περιοδικό «Εικόνες» ο Θάνος Βελούδιος -εκείνος ο καταπληκτικός ερασιτέχνης, ο πολυπράγμων της Αθήνας, που α­σχολήθηκε με τα πάντα από καθα­ρή αγάπη και μόνο. Σ' όλα εκείνα με τα οποία ασχολήθηκε -από τη λαογραφία ως την πλοήγηση αερο­πλάνου- ο Θάνος Βελούδιος διοχέτευσε μεράκι, ενθουσιασμό και χάρη. Τέτοιο είναι και το κείμενο που ακολουθεί. Εικονογραφημένο -κατά το πρωτότυπο- με θαυμάσι­ους «ιδεογραφικούς πίνακες» του Γιάννη Τσαρούχη και του Π. Τέτση, αποτελεί ένα μικρό διαμάντι της παλιάς δημοσιογραφίας.

Οι Νεοέλληνες, σαν λαός που έχει μεγάλο πολιτισμό, εκράτησαν ζωντανές τις αρχαίες
τους παραδόσεις, με τον εορταστικότερο και τον πιο χαριτωμένο τρόπο. Τις επλούτισαν μάλιστα με πολλήν ευφυΐα και τις έκα­μαν πιο παραστατικές, θέ­λησαν και αυτοί, πάντοτε, όπως και οι αρχαιότατοι προγονοί των, να εξευμενί­σουν με ευγενικότητα τα πονηρά ή άτακτα πνεύματα και μέσα στην πιο οργιώ­δη φαντασία που βλέπει Κόβαλλους, δαιμόνια και τέρατα, δείχνουν την ευλα­βική των προσήλωση προς το αίσθημα του μέτρου, του καλού και του ωραίου, που είναι χαρακτηριστικά του  βαθύτερου  πολιτι­σμού των.
Μία απ' αυτές τις νεοελ­ληνικές παραδόσεις είναι και των Καλκάδων Καλικά­ντζαρων ή Παγανών. Είναι και η πλουσιότερη μέσα στις   χριστουγεννιάτικες παραδόσεις όλου του κό­σμου και αναφέρεται σ' όλο το Δωδεκαήμερο- δη­λαδή στις μέρες που περι­λαμβάνουν  τα Χριστού­γεννα, την Πρωτοχρονιά
και τα Φώτα.
Η ιστορία των καλικαντζάρων μας μαθαίνει πολ­λά από τα παράξενα ονό­ματα τους. Αερικά, Ξωτικά, Παγανά,   Καλκακυράδες, της αθηναϊκής συνοικίας της Πλάκας, Βερβεζούδες, Τζόγιες, Καλοκυράδες και άλλα. Τα εξευμενιστικά ο­νόματα Τζόγιες, Καλοκυρά­δες κ.λπ τους τα δίνουν για να τα καλοπιάνουν, αφού όλο αταξίες και πειράγματα έχουν στο νου τους να κά­νουν. Όπως ακριβώς οι αρ­χαίοι
Έλληνες έλεγαν τις Ερινύες, Ευμενίδες, τον Άξενο Πόντο, Εύξεινο Πό­ντο και σήμερα λέμε την τρικυμία, φορτούνα (τύχη), το ξίδι, γλυκάδι κ.λπ.
Όλες αυτές τις ημέρες και τα παιδιά και οι μεγάλοι αισθάνονται τις αταξίες των Καλικάντζαρων, μα δεν τους βλέπουν πάντα γιατί έρχονται σαν αόρατα αερι­κά πάνω στη Γη, χώνονται παντού και τους νοιώθει κανείς ακόμα και στον αέ­ρα. Βγαίνουν κυρίως από τα πηγάδια και από τις πη­γές που αναβλύζουν από τα έγκατα της Γης.
Όλο το χρόνο είναι κρυμμένοι μέσα σε μια πε­λώρια σπηλιά, στο εσωτερι­κό της Γης που έχει το σχή­μα ενός πορτοκαλιού. Στο απ' έξω της Γης γύρω-γύρω ζει ο κόσμος, απάνω στο φως. Μέσα της, που είναι σκοτάδι, ζούνε οι Καλκάδες Καλικάντζαροι.
Με την ανανέωση, λοιπόν, κάθε χρόνο των δυνάμεων του Καλού (που συμβολίζε­ται με τη Γέννηση του Χρι­στού), δίδεται η ευκαιρία και στις αντιστρατευόμενες το εποικοδομητικό πνεύμα  επιρροές  (που συμβολίζονται από τους Καλικάντζαρους), να βγουν κι  αυτές  ταυτοχρόνως στην επιφάνεια της γης και να δράσουν στον ίδιο στί­βο, επί ίσοις όροις και να δοκιμάσουν «κατ' αντιπαραστασΐν», ποια από τις δυο δυνάμεις θα επικρατήσει. Στα Φώτα, όμως, επιφαίνεται το Άγιον Πνεύμα (δηλαδή το θεϊκό στοιχείο κάθε επικοιδομητικής προσπάθειας) που δεν αφήνει τις κατ' έτος ανανεούμενες δημιουργικές δυνά­μεις του Καλού να εξουδε­τερωθούν και δαμάζει κάθε αντιστρατευόμενη   επιρ­ροή, διώχνοντας τους Κα­λικάντζαρους από την επι­φάνεια της Γης, όπου ζει ο κόσμος.
Όλα αυτά τα μισοδαιμονικά καταγίνονται, λέει, ό­λο το χρόνο να χαλάσουν το χοντρό κορμό του δέ­ντρου που, με τα κλαριά του και με τη φυλλωσιά του, βαστάει τη φλούδα της Γης. Σ' αυτήν επάνω εί­ναι χτισμένος ο κόσμος.
Βάζουν όλο τον νου που έχουν για να ενοχλήσουν τους ανθρώπους, θέλοντας να τους πειράζουν επειδή αντιγνωμίζουν μ' αυτούς. Είναι λοιπόν «εξωτικά ό­ντα» με μορφή μάλλον αν­θρώπου παρά ζώου. Είναι σαν πιθηκοειδή χωρίς κέ­ρατα, με μεγάλα αυτιά και ουρά. Έχουν μαύρο ή σκού­ρο καφέ χρώμα, κάπου-κάπου κόκκινο ή μαβί. Τα πό­δια τους συχνά είναι αλογήσια ή γαϊδουρινά, τραγήσια, βατραχήσια ή πετεινήσια. Και το τρίχωμα τους εί­ναι ή πολύ πυκνό ή πολύ α­ραιό. Μπορεί όμως να είναι και εντελώς άτριχοι.
Οι Καλικάντζαροι δεν έ­χουν δύναμη, δεν πολυφοβούνται το κρύο, μα δεν θέλουν και την φωτιά. Αυτήν την φοβούνται, ό­πως ο διάβολος το λιβάνι. Φοβούνται προ πάντων τους πολλούς ανθρώπους, γι' αυτό δουλεύουνε με τα κοφτερά δόντια και τα τσε­κούρια τους όλο το χρόνο, για να εκδικηθούν τον κό­σμο, κόβοντας το δέντρο που τον βαστάει, ώστε να γκρεμιστεί και να χαθεί.
Όταν όμως φτάνει η πα­ραμονή των Χριστουγέν­νων και η φλούδα της Γης είναι πια έτοιμη να βουλιάξει,  τότε γίνεται κάτι πολύ μεγάλο. Από τον ουρανό φέρνει η Παναγία τον Χρι­στό στον κόσμο και Αυτός με την Αγάπη Του και με την καλοσύνη Του την απέραντη, στεριώνει την Γη και δεν αφήνει τους ανθρώ­πους να χαθούν.
Τότε ο κόσμος ετοιμάζε­ται να γιορτάσει το μεγάλο αυτό θάμα. Γι' αυτό πλένει, καθαρίζει, κάνει γλυκά και βρίσκεται σε γιορτάσιμη κίνηση.
Οι Καλκάδες Καλικάντζα­ροι ακούνε όλη αυτή τη φασαρία από πάνω απ' τα κεφάλια τους, αφήνουν τη δουλειά τους και χύνονται στον απάνω κόσμο για να δουν τι τρέχει. Μα­θαίνουν όμως, τη Γέννηση του Χριστού και θέλοντας να δράσουν κι αυτοί κατά τον δικό τους τρόπο δεν κάνουν άλλο παρά να πει­ράζουν τους ανθρώπους.
Δώδεκα ολόκληρα μερό­νυχτα «Τα Δωδεκαήμερα» (από τις 24 Δεκεμβρίου ως τις 6 του Γενάρη), είναι διασκορπισμένοι σ' όλες τις ανθρωποκατοικημένες πε­ριοχές. Να τι τραγουδούν:
Δέκα μέρες και δυο!
Οι Καλικάντζαροι!
 οι Καλιτσάγγαροι! απ' της γης,
στα Γέννα ερχόμαστε!
λάου-λάου συρτά,
 σιγανά και μουντά
ολούθε, παντού χωνό­μαστε!
Τζάκι, στάχτ' η φωτιά!
κρασί, λάδ' ή φαγιά!
στο πιθάρι, στ' αλεύρι
τρυπώνουμε
Στα ψηλά, στα βαθειά,
στα κρυφά, στ' ανοιχτά,
 Κόσμο, σπίτια 'νω κάτω
τα φέρνουμε!
Δέκα μέρες και δυο!
Τρέχα, πήδα χορό!
Στη γης, και όπου βρι­σκόμαστε!
φώτα σα 'ρθει η Γιορτή
Κι' ο Χριστός βαφτιστεί,
ΝτζουμΙ Πριτς!.. Χανόμα­στε!
Μπαίνουνε στα σπίτια και φέρνουνε τους ανθρώπους, άνω-κάτω, κάνοντας ό,τι ζεβζεκιά και αταξία μπορεί να   φαντασθεί   κανείς. Χτυπάνε την καμπάνα της εκκλησιάς, γυρίζουν τα φύλλα του παππού, σφυρί­ζουν σαν διάβολοι, χώνο­νται στα φουστάνια των νοικοκυράδων για να τις κάνουν να γλιστρήσουν και να πέσουν, ξεπλανεύουν  τους ανθρώπους να πάνε στο μύλο, ενώ το στάρι και τα γεννήματα για τις γιορτές είναι από τα πριν αλεσμένα, σπάνε το νήμα της ανέμης όταν κανείς γνέθει τρίζουν τον αργαλειό να ζαλίζεται όποιος ανυφαίνει και τέλος χάνονται στ’ σακιά με το αλεύρι, μαγαρίζουν τα φαγώσιμα, το λάδι και το κρασί και θέλουν να χωθούν στη στάχτη που δεν έχει φωτιά. Γι' αυτό οι άνθρωποι διατηρούν όσο μπορούν καλύτερα αναμμένη τη φωτιά και γι' αυτό την στάχτη του Δωδεκαημέρου την πετάνε, μην τυχόν και κρύφτηκε μέσα κανένα Καλικαντζούδι.
Στα νησιά πιστεύουν ότι οι Καλοβρούσηδες Χρυσοφένταδοι (που είναι αγαθά και ήσυχα Αερικά και τα λεν Καλοχρίστικα και που έρχονται τα Χριστούγεννα μέσα σε καρυδότσουφλες), λεν τα κάλαντα και φέρ­νουν για γούρι και ευτυχία την αγριοκρεμμύδα Χριστοβασίλιτσα.
Επίσης, όταν γέμιση κα­νείς τη στάμνα του με θα­λασσινό νερό, ανήμερα στα Γέννα, μόλις φέξει ο ήλιος, βρίσκει την ευτυχία. Γι’ αυτό κατεβαίνουν οι νησιώτισσες στην ακρογιαλιά με τις κανάτες τους, τις βουτούν στη θάλασσα και «γεμίζουν οι στάμνες των φλουριά».
Η νύχτα των Χριστουγέννων
Νύχτωσε! Είναι η Εσπέρα η Ιερή της 24ης Δεκεμβρί­ου. Οι Χαλκάδες Καλικά­ντζαροι έχουν βγει και ό­που να 'ναι θα φανούν.
Αυτοί οι ταραξίες κοιτάνε από την καμινάδα μή­πως σβήσει η φωτιά και μπορέσουν να χωθούνε μέσα στο σπίτι να φάνε τη σούπα, τα τσουρέκια, το χριστόψωμο, τα λουκάνικα και ό,τι άλλο ετοιμάζουνε οι άνθρωποι για να περάσουν καλά τα Χριστούγεννα. Επίσης, ρίχνουν αγκιστρωτά τσιγκέλια απ' την καμινάδα για ν' αγκιστρώ­σουν τα φαγιά και τα γλυκί­σματα. Η βάβω όμως προ­σέχει μη τυχόν σβήσει η φωτιά, για να είναι ζεστή η ευλογημένη ώρα που οι καμπάνες της εκκλησίας του χωριού θα σκορπίσουν την νύχτα την είδηση πως γεν­νήθηκε ο Χριστός. Μάλιστα βγαίνει έξω και βάζει στη γωνιά της σκεπής (όπως έ­βαζαν οι αρχαίοι Έλληνες για την τριπρόσωπη θεά της νύχτας, την Εκάτη), φαγώσιμα: ένα πιάτο με λουκάνικα ή κρέας (τσιτσί) και δίπλες ή κουλουράκια, για να χορτάσουν τα Καλκανθρωπίσματα, οι Καλκάδες και να μη θέλουν να μαγαρίσουν το σπίτι.
Μια άλλη παρέα καλικάντζαρων ξεφυτρώνει από αλλού, και πάει στους νερόμυλους, γιατί τους αρέσει να τρώνε βατράχους, νεροφίδες και σαύρες. Πάνε στις ρεματιές και εκεί όπου έχει γεφύρια, πάνε στα τρίστρατα, χώνονται στα κελάρια.
Όλοι αυτοί μεγαλώνουν, μικραίνουν, σφυρίζουν, μαγαρίζουν και χάνονται. Έρχονται πάλι και στήνουν το χορό, πότε με θόρυβο και πότε στα κουφά. Αρπάζουν στο χορό τους τους ξεμοναχιασμένους νυχτοβάτες και τους χορεύουν μέχρι να σκάσουν.
Ξόρκια
Κι αν καμιά φορά πιάσουν οι άνθρωποι κανέναν καλικάντζαρο, τον δένουν με σκοινί καμωμένο από κόκκινες κλωστές και τότε τον αναγκάζουν να μετρήσει τις τρύπες από το κό­σκινο:
«Μέτρα, Κάλκα, κόσκινο! Τρύπες, Κοκκινόσκοινο!»
Αλλά και για να μη μπο­ρεί να χωθεί πουθενά, ψή­νουν απήγανο και γράφουν σταυρό, στα παράθυρα, στις πόρτες, στα αγγεία του λαδιού και του κρασι­ού, στα σακιά, στο μέτωπο των— «βαφτιστών- παιδιών και θυμιατίζοντας το σπίτι λένε:
«Ξύλα, Κούτσουρα, Δαυλιά κομμένα!
Χαθείτε, φεύγετε, Παγανά κρυμμένα!»
Καίνε κανένα κομμάτι πετσί στο τζάκι από κανένα παλιοτσάρουχο   που   η μυρωδιά του δεν αρέσει στους Καλκάδες Καλικά­ντζαρους και τους διώχνει:
«Παλιοτσάρουχο μυρίζ' εδώ,
μούτζω το τέτοιο χω­ριό!»
Την στάχτη του Δωδε­καήμερου την πετάν έξω, γιατί είναι ακάθαρτη και κάνει μόνον για τα μάγια της μαύρης μαγείας.
Την μεγάλη έτοιμη Χριστοκουλούρα, που μέσα της μπορεί να τρύπωσε, στο πλάσιμό της, κανένα Καλικαντζούδι, προτού την κόψουν και την μοιράσουν, την εξαγνίζουν, βαστώντας την από πάνω από ένα μαγκάλι με αναμμένα κάρ­βουνα και ρίχνοντας λάδι ανακατωμένο με κρασί, ως είδος σπονδή, μέσα από τη μέση της Χριστοκουλούρας.
Σηκώνεται αμέσως μια πελώρια -φλόγα και καπνός ­και τότε λένε:
«Κουλούρα, Κάψιμο,
Κάρβουν' αναμμένα!
Ξόρκιλαδόκρασο!
Παγανά διωγμένα!»
Τους Καλκάδες τους διώ­χνει επίσης το λάλημα του μαύρου πετεινού, που πρέ­πει όμως να είναι το τρίτο μέσα στη νύχτα, δηλαδή προς τα ξημερώματα.
Τα Φώτα
Έτσι φτάνει και η μέρα των Φώτων που θα αγιασθούν τα νερά και θα φύ­γουν οι Καλκάδες.
Ο ιερέας, αφού πάρει τον αγιασμό από την εκκλησία, γυρίζει παντού και ραντίζει τα πάντα και τους ανθρώ­πους για να τους δώσει νέα ζωή, με ιερό και πνευματι­κό περιεχόμενο, καθώς και για να δίωξει τ' Αερικά. Όταν αυτά τον νοιώσουν, μαζεύονται τρεχάτα να φύ­γουν γρήγορα από την α­πάνω γης και το φως, λέγο­ντας όλα μαζί:
Φύβγουτε να φύβγουμε
Γιατ' ήρθ' ο Πάπας
Πάπαρδος
Με την Αγιαστούρα του
Και με τη Βρεχτούρα του
 θ' αγιάσει θα ξαγιάσει
 Και θα μας ζοματισει.
Και χάνονται οι Καλκά­δες Καλικάντζαροι μέσα στα νερά και μέσα στη γης, όπου πάνε να περά­σουν το χρόνο τους, δηλα­δή από τις 7 Ιανουαρίου μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου. Εκεί   ξαναρχίζουν   να χτυπάνε με λύσσα τον κορ­μό του δέντρου που βα­στάει τη Γη, γιατί στο μετα­ξύ έχει ξαναθρέψει στο πά­χος του το πρωτινό. Κι η δουλειά τους αυτή, η χαι­ρέκακη, μοιάζει μαζί και σαν τιμωρία.
Γιατί όλα τα όντα που ζούνε με πονηρία και κακία δεν περνούνε ξεκούραστα τη ζωή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου