Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

Ο ΑΚΤΥΠΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΡΩΣΤΟΣ


Το φεγγάρι στον κήπο των Ακτύπιδηδων έφεγγε ολόλαμπρο. Ο Πίπης έγλειφε ένα πιάτο με μισοφαγωμένα κεφτεδάκια. Μια χαρτοπετσέτα είχε πιαστεί κι ανέμιζε στη μουριά του κήπου. Ο θείος Σκρούτζ χαμογελούσε πονηρά μέσα από τα φύλλα της. Όλα τα παιδιά είχαν φύγει και η κυρία Ακτυπίδου συμμάζευε το σπίτι. Ο Ακτύπης κι ο Βαλάντης ακόμη δεν είχαν πάει για ύπνο. Είχαν
χωθεί σ' ένα βουνό από πακέτα. Τα περισσότερα ήταν δώρα για τον   Ακτύπη, αλλά όλο και κάτι υπήρχε και για τον Βαλάντη. Η μαμά βάλθηκε να φωνάζει. Ήταν ώρα για ύπνο. «Ακτύπη, Βαλάντη, δόντια, πόδια και στο κρεβάτι γρήγορα! Αύριο τα δώρα.» «Τι είπες μαμά; Δεν άκουσα» απάντησε ο Ακτύπης. «Είπα, γρήγορα στα κρεβάτια σας, γιατί είναι περασμένες δώδεκα». Ο Βαλάντης άφησε τα πακέτα και πήγε στο μπάνιο μουρμουρίζοντας κάτι βαριεστημένα. Ο Ακτύπης, όμως, προσπάθησε να ξεβουλώσει το αφτί του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Η μαμά του μιλούσε περίεργα. Παράτησε το ποδοσφαιράκι που είχε μόλις ανοίξει και πήγε κοντά της. «Μαμά, πώς με λένε;»

«Α, Α-ύ-η, έχεις όρεξη για -αιχνίδια; -εν χόρ-ασες -ία -όσο -άιχνίδι; Ξεθεωθή-α-ε σήμερα. Ευχαρισ-ήθη-αν οι φίλοι σου;»

Ο Ακτύπης χλόμιασε. «Μαμά, δεν μιλάς καλά. Γιατί με λες Α-ύ-η; Γιατί δεν λες τις λέξεις ολόκληρες;»

«Δηλαδή -ως σε λέω; Α-ύ-η σε λέω ό-ως σε λέω α-ό -ην ώρα --ου γεννήθη-ες».                            

«Με λες Α-ύ-η και αντί να λες γεννήθηκες λες γενήθη-ες. Και τρως  όλες τις λέξεις. Ή μάλλον κάποιες. Αχ, μαμά, δεν ξέρω τι γίνεται! Δεν μιλάς κανονικά.»

Η κυρία Ακτυπίδου άφησε κάτω τη σφουγγαρίστρα και κοίταξε ανήσυχη το γιο της. Προσπαθούσε να καταλάβει τι της λέει. Φώναξε τον άντρα της και τον έβαλε να προφέρει το όνομα του Ακτύπη. Ο Ακτύπης συνέχισε να διαμαρτύρεται ότι τον  φωνάζουν    "Α-ύ-η». Φώναξαν και τον Βαλάντη, που ήρθε με τις πιτζάμες του, μισοκοιμισμένος και γκρινιάρης. Τα ίδια. Όλοι μασούσαν τις λέξεις. Έκατσαν όλοι γύρω από το τραπέζι και  προσπαθούσαν ν να λύσουν το μυστήριο.

Ύστερα από πολλή συζήτηση, ο κύριος Ακτυπίδης σηκώθηκε από το τραπέζι, έξυσε το κορυφαίο σημείο της φαλάκρας του και είπε:

«Το βρήκα. Είναι το "κ", το "π" και το "τ".»

«Πολύ ωραία διάγνωση, Λάκη», είπε η μαμά. «Τι σημαίνει πάλι αυτό;». «Ο Ακτύπης δεν ακούει το "κ", το "π" και το "τ". Για κάποιο λόγο που δεν γνωρίζω».

Γυρίζει στον Ακτύπη και του λέει:    

« Πηκτό σκοτάδι, στο πυκνό δάσος. Ακτύπη, τι άκουσες;»

Ο Ακτύπης επαναλαμβάνει: «-η-ό σ-ο-άδι σ-ο -υ-νό δάσος. Α-ύ-η, -ι ά-ουσες;»

Η κυρία Ακτυπίδου έγραψε τις φράσεις που πρόφερε ο γιος της. Μελέτησε το γραπτό και διαπίστωσε ότι πράγματι έλειπαν τα "κ", τα "π "και τα « τ»

«Πο πο συμφορά! Το παιδί έχει πρόβλημα. Τι θα κάνουμε τώρα;» είπε απελπισμένη.

«Έχω πρόβλημα!» φώναξε κι ο Ακτύπης. «Ζωή χωρίς τα "κ", τα "π" και τα "τ'   δεν γίνεται.»

  «Ακτύπη, αλλάζουμε ονόματα; Το δικό μου όνομα θα το ακούς σχεδόν ολόκληρο!» πέταξε την εξυπνάδα του ο Βαλάντης.

Ψυχραιμία! Αύριο θα πάμε στο γιατρό. Μια περαστική αδιαθεσία θα είναι» είπε ο κύριος Ακτύπης. «Είναι η γνωστή αρρώστια του αλφαβήτου», είπε καθησυχαστικά στον Ακτύπη. «Πολλοί άνθρωποι έχασαν για λίγο κάποια γράμματα και τα ξαναβρήκαν μετά από λίγο καιρό».

Κανείς δεν πίστεψε το ψέμα του μπαμπά, αλλά έκαναν ότι το πιστεύουν για να μην τον στεναχωρήσουν.

Εκείνο το βράδυ, όλοι ονειρεύτηκαν το "κ", το "π" και το "τ", και άλλα γράμματα του αλφαβήτου. Η κυρία Ακτυπίδου που ήταν γαλλομαθής, είδε και το αξάν σιρκονφλέξ, που τη δυσκόλευε όταν ήταν μικρή. Στο όνειρο της έμοιαζε με γυναικείο καπέλο στολισμένο με ορχιδέες, φορεμένο στο κεφάλι της θείας Μαρίτσας.

Στο γιατρό

«Δεν βλέπω τίποτα στον ακουστικό πόρο. Οπωσδήποτε, όμως,  χρειάζεται να κάνουμε ένα ακουόραμα», είπε ο γιατρός εξετάζοντας με το φακό του το αφτί του Ακτύπη. «Α-ουόραμα; Τι είναι πάλι τούτο;» ρώτησε ο Ακτυπης.

«Αυτή η εξέταση θα μας δείξει τι ακούς και τι δεν ακούς, Ακτύπη. Μη φοβάσαι, δεν πονάει», τον καθησύχασε ο γιατρός.

Άπλωσε το ακουόραμα στο γραφείο του. Πού και πού έβγαζε κραυγές «Α!», «Ω!», «Πο πο!».

Ο μπαμπάς και η μαμά του Ακτύπη κοιτάζονταν ανήσυχα. Με κάθε κραυγή του γιατρού, η αγωνία τους μεγάλωνε. Τελικά, ο γιατρός έκλεισε το ακουόραμα και είπε:

 «Το παιδί δεν μπορεί να ακούσει το "κ", το "π" και το "τ"».

 «Μάλιστα, κάτι μας είπε τώρα», σκέφτηκε ο κύριος Ακτυπίδης, αλλά δυνατά είπε:

 «Γιατρέ, αυτό το είχαμε καταλάβει. Σε τι οφείλεται όμως αυτό; Πώς γιατρεύεται;».

 «Τα γράμματα αυτά σφηνώνουν στο αφτί του Ακτύπη πριν φτάσουν στον εγκέφαλο του. Να, κοιτάξτε. Το ακουόραμα  δείχνει χιλιάδες κου, που και του σφηνωμένα στο αφτί του. Πολύ ενδιαφέρουσα ασθένεια.  Πρωτοφανής στα    ιατρικά χρονικά. Μου επιτρέπετε να φωτογραφήσω το αφτί του Ακτύπη; θέλω να κάνω μια δημοσίευση»

«Τι δημοσίευση, γιατρέ! Πείτε μας πώς θα γιατρευτεί το παιδί» είπε θυμωμένη η κυρία Ακτυπίδου.

«Θα προσπαθήσουμε να ξεφράξουμε το αυτί με αυτήν την αντλία».

Μάταιος  κόπος. Βγήκαν σκόνες, μυγάκια, σταγονίτσες, αλλά όχι τα κου, τα που, τα του

Θα του γράψω αυτή την αντιβίωση ,τα χαπάκια, το σιρόπι και ...ελάτε πάλι σε μια εβδομάδα. Καλή τύχη.

«Ευχαριστούμε γιατρέ». είπε ο κύριος Ακτυπίδης, αλλά από μέσα του σκεφτόταν: «Αν ξαναπατήσουμε, γράψε μου!» Οι Ακτύπιδες επισκέφτηκαν στη συνέχεια κι άλλους γιατρούς. Πήραν πολλά σιρόπια, χάπια, ενέσεις αλοιφές, τίποτα δεν ωφελούσε. Μέχρι και βεντούζες  έβαλαν στ αφτιά του Ακτύπη, και προσπαθούσαν να ξεκολλήσουν  τα σφηνωμένα γράμματα. Του κάκου.

Στο μεταξύ ο Ακτύπης μαράζωνε. Έπαψε να μαθαίνει, καινούργιες λέξεις και δυσκολευόταν να καταλάβει τι του έλεγαν. Συνεχώς έλεγε «Πιο σιγά, παρακαλώ»,

«Ξαναπέστε το» και τα παρόμοια.

Δεν έτρεχε ν' αλλάξει το ημερολόγιο στην κουζίνα τα πρωινά. Δεν ενδιαφερόταν πια να βγαίνει πρώτη η ομάδα του στα παιχνίδια που έπαιζε με τα άλλα παιδιά στο σχολείο και στα πάρτι. Είχε γίνει ένας άλλος Ακτύπης.

Ποιος το περίμενε!

Μια μέρα, την ώρα του σχολικού διαλείμματος, Τον φώναξε η παρέα του:

Α-ύ-η, έρχεσαι για μ-άσ-ε-;»

Που σήμαινε: «Έρχεσαι για μπάσκετ;»               

Ο Ακτυπης όμως δεν είχε κέφι. Τους είχε βάλει η  δασκάλα να κλίνουν τη λέξη «καταπακτή» -σωστό μαρτύριο για τον Ακτύπη. Κάθισε στο πεζούλι και χάζευε το παιχνίδι. Και τι δεν θα 'δινε για να ξαναγυρίσουν τα κάπα, τα πι και τα ταυ στη ζωή του. Αχ! όταν τα είχε δεν τα είχε δεν τα εκτιμούσε. Τώρα, όμως,  πόσο του λείπουν! Να, ο Γρηγόρης παίρνει την μπάλα τώρα. θα βάλει σίγουρα καλάθι, σκέφτηκε. Αλλά ο νους του γύρισε πάλι στο πρόβλημα του. Σε μια στιγμή ένιωσε κάποιον να κάθεται δίπλα του. Γύρισε αφηρημένος και είδε τον Ευριπίδη.             

Α-ύ-η για-ί δεν -αίζεις μ-άσ-ε-; Θα χάσει η ομάδα σου χωρίς εσένα!».                  

«Δεν έχω κέφι. θέλω ν' ακούσω πάλι τα κου, τα που και τα του. Βαρέθηκα ν' ακούω τ' όνομα μου σαν να είναι κραυγή του Ταρζάν στη ζούγκλα!» Ο Ακτύπης συνέχισε περιγράφοντας στον Ευριπίδη όλα όσα είχαν πει οι γιατροί και όλες τις προσπάθειες που έκανε για να γιατρευτεί. Ευριπίδης σκέφτηκε για λίγο και είπε:

«Ακτύπη, έχω μια ιδέα. Για να ξεσφηνώσουν αυτά τα γράμματα από το αφτί σου θα φωνάξουμε πολύ δυνατά μια λέξη που να έχει πολλά κάπα,πι και  ταυ. Αυτά τα γράμματα θα είναι τόσο μεγάλα, που θα κάνουν τα άλλα, τα σφηνωμένα, να τρομάξουν και να φύγουν!»

«Πάλι την είπε τη βλακεία του ο Ευριπίδης», σκέφτηκε ο Ακτύπης, αλλά δεν το είπε δυνατά. Τι είχε να χάσει; Τόσα και τόσα φάρμακα είχε δοκιμάσει. Ας δοκιμάσει και τη σαχλαμάρα του Ευριπίδη...

 «Εντάξει, Ευριπίδη. Μόνο να βρούμε μια λέξη με πολλά κάπα, πι και ταυ».

Βάλθηκαν να ψάχνουν πυρετωδώς αυτή τη λέξη.

Τελικά κατέληξαν σ' εκείνη που τους είχε βάλει η δασκάλα, την «καταπακτή».

Ο Ευριπίδης μάζεψε όσα περισσότερα παιδιά μπορούσε και τους εξήγησε ότι θα βοηθούσαν στην επιχείρηση «ξεβούλωμα του αυτιού του Ακτύπη». Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν με την ιδέα. Τους φάνηκε παιχνίδι. Συγκεντρώθηκαν στο άψε-σβήσε γύρω από τον Ακτύπη -και, πιο συγκεκριμένα, γύρω από τα αυτιά του- κι ετοιμάστηκαν να φωνάξουν με όλη τους τη δύναμη. Ο Ευριπίδης είπε: «Έτοιμοι; Με το ένα, με το δύο, με το τρία, θα φωνάξουμε!» Τα παιδιά δεν είχαν ξαναδεί τον Ευριπίδη να γίνεται αρχηγός. Τους φάνηκε παράξενο. Ο Ευριπίδης, Όμως, δεν πρόσεχε παρά την εκτέλεση του σχεδίου του. «Ένα, δύο,       

τρίαααα!», είπε δυνατά. Όση δύναμη έλειπε από το σώμα του λες κι είχε συγκεντρωθεί στα πνευμόνια του. Όλα τα παιδιά, τότε φώναξαν μαζί: ΚΑΤΑΠΑΚΤΗΗΗΗΗ!!!

Έτριξαν τα τζάμια του σχολείου από τη φωνή τους.

Η διευθύντρια κόντεψε να πάθει συγκοπή και η κυρία Ρένα, η δασκάλα τους, που ετοιμαζόταν να ρουφήξει μια γουλιά από τον καφέ της, κόντεψε να πνιγεί.

Αμέσως μετά, έγινε απόλυτη σιωπή. Τα παιδιά είχαν μεγάλη αγωνία να δουν εάν τα είχαν καταφέρει. Κανένα δεν τολμούσε να μιλήσει. «Ακτύπη», τόλμησε να μιλήσει πρώτος ο Ευριπίδης.    

 Ο Ακτύπης δεν πίστευε στ' αφτιά του! Το κάπα και το πι και το ταυ ακούστηκαν καθαρά.                    

«Ξαναπές το αυτό, Ευριπίδη», παρακάλεσε όλος ελπίδα ο Άκοπης. «Ακτύπη, ακούς καλά;»

«Ζήτωωωω!» πήδηξε από τη χαρά του ο Ακτύπης. Το κου το του και το που, τα ωραία μου γραμματάκια, τα ακούω πάλι!»

 Αγκαλιάζει και φιλάει τον Ευριπίδη, που τώρα του φαίνεται τεράστιος και δυνατός μέσα στο κοντό κι αδύνατο σώμα του. Τι κι αν στα μαθήματα δεν είναι καλός; αναρωτιέται ο Ακτύπης.   

Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι ικανός σε άλλα πράγματα^ Κι έτσι, έζησε η οικογένεια Ακτυπίδη καλά κι ο Ευριπίδης καλύτερα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου