Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Ιστορίες με τη φαντασία


Το παράξενο σπίτι
  
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα ωραίο ορεινό χωριό, που είχε άφθονα τρεχούμενα νερά. Στην άκρη αυτού του χωριού ήταν χτισμένη μια ψηλή μονοκατοικία με έναν πανέμορφο κήπο και έναν ξύλινο φράχτη τριγύρω. Τα παντζούρια του ήταν πάντα κλειστά. Οι χωριανοί ήξεραν πως εκεί κατοικούσε ολομόναχος ένας νέος άντρας, που ήταν πολύ πλούσιος. Ήταν όμως κακός και μισούσε τους ανθρώπους. Μοναδική του παρέα ήταν ένα θηλυκό κυνηγόσκυλο. Με αυτό πήγαινε για κυνήγι στο κοντινό δάσος, το ξημέρωμα.
   Κάποια μέρα, όλα τα παιδιά συμφώνησαν και πήγαν σ’ αυτό το παράξενο σπίτι. Στάθηκαν μπροστά και άρχισαν να τραγουδάνε δυνατά. Αμέσως άνοιξαν τα παντζούρια κι εμφανίστηκε χαμογελαστός ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Τα παιδιά κάλεσαν τον περήφανο άντρα στην παρέα τους. Μέσα σε λίγη ώρα όλοι είχαν γίνει μια χαρούμενη συντροφιά.
   Από τότε και κάθε μέρα, όλοι μαζί συμφώνησαν να συναντιούνται μια συγκεκριμένη ώρα και να τραντάζουν όλο το χωριό με τα τραγούδια και τα γέλια τους.
Θάνος

Το σούπερ σκυλί
Κάποτε σε μια περίεργη πόλη υπήρχε ένας σκύλος. Αυτός ο σκύλος ήταν νέος σε ηλικία και του άρεζε να βοηθάει ανθρώπους. Οι άνθρωποι το είχαν ονομάσει το Σούπερ Σκυλί.
Το σούπερ σκυλί ήταν μικρόσωμο με μεγάλα αυτιά για να ακούει που υπάρχει  κίνδυνος. Το χρώμα του ήταν γαλάζιο και είχε κάτι πρασινάδες στις πατούσες του. Πάντα φορούσε  την ωραία κόκκινη κάπα του, που τον βοηθούσε μα πετάει ψηλά στον ουρανό.
Μια μέρα όμως καθώς πετούσε στον ουρανό ένα αερόστατο,  δεν τον είδε και τον έριξε κάτω στο έδαφος. Τότε όλοι οι άνθρωποι έτρεξαν να δουν τι είχε συμβεί. Όταν είδαν το σκύλο νεκρό, στενοχωρήθηκαν. Από τότε αντί οι σκύλοι να βοηθούν τους ανθρώπους, οι άνθρωποι βοηθούσαν τους σκύλους.
ΔΙΟΝΥΣΊΑ

Ένα ωραίο πρωινό ο Νίκος ξύπνησε με άφθονα κέφια και  όρεξη να ερευνήσει την αγαπημένη του πέτρα. Την είχε πολλά χρόνια και την θαύμαζε αλλά ποτέ δεν την είχε ερευνήσει σαν τις άλλες. Ήταν  μικρός αλλά καθόλου κακός σε αυτό που έκανε. Άναψε το φως του δωματίου του και άρχισε. Παράξενα εργαλεία χειριζόταν, με αλλόκοτες  λαβές,  κουμπιά, περίεργους φακούς με κωδικούς για να φωτίζει την πέτρα. Εξέταζε την πέτρα πολύ προσεχτικά, ώσπου ανακάλυψε κάτι μαγικό.  Η πέτρα αυτή έκανε ο,τιδήποτε της ζητούσες.
Τότε ο Νίκος ενθουσιασμένος ζήτησε έναν χυμό. Η πέτρα άνοιξε δια μαγείας, σαν να είχε καπάκι, και του πρόσφερε τον χυμό του. Πέρασαν έτσι αρκετοί μήνες και ο Νίκος είχε οτιδήποτε ζητούσε, μέχρι και νέα προϊόντα που δεν είχαν βγει ακόμα στην αγορά. 
Μια μέρα, φεύγοντας από το σπίτι του, ο Νίκος είδε ένα φτωχό κοριτσάκι. Φυσικά την πέτρα την είχε πάντα μαζί τουκαι σκέφτηκε να τη δώσει στο κοριτσάκι. Έτσι και έγινε. Έτσι και έγινε. Τώρα είναι όλοι ευτυχισμένοι και το κοριτσάκι και ο Νίκος που το βοήθησε.
Ελισάβετ Μ.

Το κάδρο
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα κίτρινο σπιτάκι ζούσε μια ωραία οικογένεια, με έναν μπαμπά, μια μαμά και δυο παιδιά, ένα κοριτσάκι και ένα αγοράκι.
Μια μέρα η μαμά ήθελε να κρεμάσει ένα κάδρο με τα δυο αδέρφια. Θα το έκανε ο μπαμπάς αλλά η μαμά ήταν σίγουρη πως ο μπαμπάς ήταν πολύ αδέξιος στο να κρεμάει κάδρα, έτσι προσπάθησε  να το κρεμάσει η ίδια.
Αυτός φυσικά παραξενεύτηκε και της ζήτησε να το κάνει ο ίδιος. Η μαμά με δυσπιστία τον  άφησε. Αφού θα έκανε ο μπαμπάς αυτή τη δουλειά, η μαμά πήγε μια βόλτα να διασκεδάσει. Ο μπαμπάς  κάρφωσε το καρφί στον τοίχο. Επειδή νόμισε όμως ότι είναι πολύ έξω το καρφί το ξαναχτύπησε  με το σφυρί. Ξαφνικά ο τοίχος γέμισε ρωγμές. Το καρφί  είχε σφηνώσει πολύ καλά στον τοίχο. Ο μπαμπάς αναστέναξε και προσπάθησε να βρει μια λύση. Άρπαξε την πένσα και προσπάθησε να βγάλει το καρφί. Το καρφί βγήκε αλλά βγήκε μαζί του και ένα κομμάτι του τοίχου.
Τα παιδιά και ο μπαμπάς πήρε σοβά και μπογιά. Ο τοίχος φτιάχτηκε αλλά το σπίτι ήταν χάλια. Ο μπαμπά μάζεψε τα εργαλεία του και τα παιδιά σκούπισαν και καθάρισαν το σπίτι.
ΓΙΟΣ: Η μαμά γύρισε
Μπαμπάς: Κάντε όλοι σαν να μην συνέβη τίποτα.
Η μαμά μπήκε στο σπίτι και το βλέπει πεντακάθαρο, αλλά το κάδρο δεν ήταν κρεμασμένο στον τοίχο. Πήρε το καρφί, το κάρφωσε και κρέμασε το κάδρο.
Τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο.
Μαρία

Ο χρυσός σπόρος
Κάποτε, πολύ παλιά, σε έναν τόπο πολύ μακρινό από εδώ ζούσε ένας μεγάλος βασιλιάς. Του άρεσαν πολύ τα ταξίδια και να διασκεδάζει. Σε ένα από τα ταξίδια του οι άνθρωποι για ενθύμιο του έδωσαν ένα χρυσό σπόρο. Του εξήγησαν ότι ο σπόρος αυτός κάνει θαύματα.
Την άλλη μέρα ο βασιλιάς έβαλε τους κηπουρούς του να σπείρουν το σπόρο. Πέρασαν πολλές μέρες και ο βασιλιάς απελπίστηκε. Μια μέρα η μικρή κόρη του βασιλιά, η πριγκίπισσα, πήγε μια βόλτα στον κήπο, όπου είχαν σπείρει τον σπόρο. Εκεί είδε ένα μικρό αλλά ωραίο περήφανο δεντράκι, που είχε πάνω του χρυσά μήλα.
- Γρήγορα, γρήγορα φωνάξτε τον βασιλιά,  είπε.
- Αμέσως, είπαν οι φρουροί.
Ο βασιλιά έφτασε. Είδε τα χρυσά μήλα και χάρηκε πολύ. Θυμήθηκε τότε το τους είχαν πει οι άνθρωποι που του έδωσαν το σπόρο:  «ο σπόρος κάνει θαύματα».
-  Φέρτε μου εδώ τον τυφλό από την πόλη! είπε.

Οι φρουροί του πήγαν και τον έφεραν μπροστά στο βασιλιά. Ο βασιλιάς του έδωσε και έφαγε ένα μήλο. Εκείνη τη στιγμή ο τυφλός άρχισε να βλέπει τον βασιλιά την πριγκίπισσα και τους στρατιώτες.
 «Βασιλιά μου, σε ευχαριστώ!» Έλεγε και ξαναέλεγε.
Ο βασιλιάς, που δεν ήταν κακός και αγαπούσε τους υπηκόους του, κάρφωσε μια πινακίδα μπροστά από το δέντρο που έλεγε: « Το δέντρο που θεραπεύει τους αρρώστους και να γίνουν καλά και καλοί. ΠΡΟΣΟΧΗ όμως δεν κάνει για τους υγιείς»
Βάγια

ΚΡΥΦΗ ΑΓΑΠΗ
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια νέα, όμορφη και έξυπνη γυναίκα, η οποία ήταν πριγκίπισσα. Αγαπούσε έναν ωραίο και ψηλό άνδρα. Όμως στην αγάπη τους έμπαινε ένας κακός άνθρωπος που ήθελε να τους χωρίσει. Μια μέρα βρέθηκαν κρυφά και σχεδίαζαν ένα κόλπο ώστε να φύγουν μακριά απ' όλους για να ζήσουν την αγάπη τους. Ο κακός τους άκουσε και άρχισε να τους κυνηγάει. Τελικά μπόρεσαν να ξεφύγουν και βγήκαν στην αυλή του παλατιού. Πήραν μια μεγάλη και ξύλινη άμαξα για να φύγουν. Από τότε δεν τους είδε κανείς άλλος και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Βαγγέλης

Κάποτε σε ένα μεγάλο δάσος με άφθονα νερά ζούσε μια παρέα ζώων. Τα ζώα διασκέδαζαν όλα μεταξύ τους. Έτρωγαν μαζί και όταν είχε ωραίο καιρό έβγαιναν κι έπαιζαν μαζί. Μια μέρα όμως ένας κακός άνθρωπος πλησίασε τα ζώα και άρπαξε ένα μικρό  ελαφάκι. Τα ζώα δεν μπορούσαν να βρουν  τον μικρό τους φίλο. Αναστέναζαν όλοι μαζί. Όμως το γενναίο λιοντάρι βρήκε τη σπηλιά του ανθρώπου, πήρε μια μυτερή πέτρα και τον κάρφωσε στο πόδι σώζοντας το μικρό ελαφάκι.
ΑΝΤΩΝΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου